ΘΗΛΥΚΩΤΑ ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Χαρακτηριστικό λαμπριάτικο έθιμο της επαρχίας Δομοκού είναι τα θηλυκωτά[1]λαμπριάτικα τραγούδια που χορεύονταν μέχρι πρόσφατα. Ξεχωρίζουν, όχι για το περιεχόμενό τους αλλά για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο χορεύονται. Οι χορευτές πιάνονται με λαβή από τους αγκώνες (αγκαζέ) συμπλέκοντας τα δάχτυλά τους. Το «θηλύκωμα» των δαχτύλων είναι αυτό που δικαιολογεί την ονομασία του χορού. Τα θηλυκωτά τραγούδια τα χόρευαν σε άλλα χωριά, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, τις απογευματινές ώρες και σε άλλα, τη δεύτερη και τρίτη μέρα. Μετά το πέρας της απογευματινής Θείας λειτουργίας, μαζεύονταν όλοι στην πλατεία του χωριού ή σε κάποιο ανοιχτό μέρος , αν δεν υπήρχε πλατεία, και χόρευαν, αρχής γενομένης από τις μεγάλες γυναίκες, μέχρι αργά το βράδυ. Καθιερωμένο εναρκτήριο θηλυκωτό, λαμπριάτικο τραγούδι ήταν το εξής:
Απρίλη, Απρίλη έμορφε, Μάη με τα λουλούδια, ούλον τον κόσμο ρόϊδισες λουλούδια και καλούδια και μένα βαριοφόρτωσες την άσκημη γυναίκα; Να τη σκοτώσω δε μπορώ, να τη χωρίσω όχι. Θέλω την πάω στο χρυσικό να την αναλυγώσει. Να φκιάσω λύτρα μάλαμα και δυο λίτρες ασήμι. Να φκιάσω κούπα κι σταυρό, σταυρό κι δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι να φορώ, την κούπα για να πίνω κι το σταυρό να προσκυνώ για τη Χριστιανοσύνη.
Εναλλακτικά, τραγουδούσαν το πιο επίκαιρο:
Σήμερα ‘Χριστός Ανέστη’ και ταχιά ‘Αληθώς Ανέστη!’ Σήμερα τα παλικάρια στέκονται σαν τα λιοντάρια! Σήμερα και τα κορίτσια στέκονται σαν κυπαρίσσια! Σήμερα κι οι παντρεμένες στέκονται καμαρωμένες! Σήμερα κι οι γριές βάλαν κεντητές ποδιές!
Την 3η μέρα της Λαμπρής, ο χορός ξεκινούσε πρώτα από την εκκλησία του χωριού, όπου έκαναν τρεις γύρους και μετά συνεχιζόταν στην πλατεία, έως αργά τη νύχτα ή τις πρώτες πρωινές ώρες, ανάλογα με το κέφι. Αυτή τη φορά, το χορό άνοιγε ο παπάς και στην εκκλησία και στην πλατεία, όπου πρώτα χόρευαν το καθιερωμένο γαϊτανάκι και μετά ακολουθούσαν τα θηλυκωτά τραγούδια. Η διαφορά που παρουσιάζει το γαϊτανάκι σε σχέση με τους θηλυκωτούς χορούς, έγκειται στο «χιαστί» πιάσιμο των χεριών από τους καρπούς, μπροστά και στο ύψος περίπου της λεκάνης. Εντυπωσιάζει ιδιαίτερα, η εναλλαγή της θέσεως των χιαστί συμπλεκόμενων χεριών, από το εμπρόσθιο μέρος του σώματος στο οπίσθιο, χωρίς βέβαια να αποσυμπλέκονται, μέχρι να τελειώσει το τραγούδι. Το γαϊτανάκι, είναι ένας χορός που του αποδίδεται ο συμβολισμός της ζωής, γι’ αυτό και τον χόρευαν πρώτο. Οι θηλυκωτοί χοροί με τα τραγούδια, συμβολίζουν αλλά και κάνουν πράξη την αγάπη και τη συμφιλίωση των χωριανών, που χορεύουν όλοι μαζί, «θηλυκώνοντας» τα χέρια και μάλιστα ανάμεικτοι. Το τελευταίο αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, γιατί στις υπόλοιπες χορευτικές εκδηλώσεις, εθιμικά, απαγορευόταν το ανακάτεμα των δυο φύλλων. Χόρευαν όλοι μαζί σε ξεχωριστούς χορευτικούς κύκλους. Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος λήξης του εορταστικού τριημέρου της Αναστάσεως του Κυρίου, στο χωριό Γερακλή.[2] Συγκεκριμένα, μετά τον απογευματινό χορό της τρίτης ημέρας, οι νέοι άνδρες έφτιαχναν κύκλο πιάνοντας αλληλοδιαδόχως τις πλάτες τους. Τρία παιδιά ευκίνητα σκαρφάλωναν στις πλάτες των ανδρών και όρθια έφτιαχναν δεύτερο μικρότερο κύκλο, πιάνοντας το καθένα τις πλάτες του άλλου. Οι δυο αυτοί κύκλοι γύριζαν αργά, αντίθετα προς τους δείκτες του ρολογιού και έψελναν όλοι μαζί το ‘Χριστός Ανέστη’. Μετά σταματούσαν την κίνηση και τα τρία παιδιά του πάνω κύκλου έψελναν μόνα τους. Αυτό το επαναλάμβαναν τρεις φορές και μετά άνοιγε ο κάτω κύκλος και τα παιδιά πηδούσαν στο κέντρο.
Παραθέτουμε μερικά θηλυκωτά λαμπριάτικα τραγούδια:[3]
Ήταν Σαββάτο θλιβερό και Κυριακή καημένη, που κίνησε ο Κωσταντής να πάει να παρ’ τη νύφη. -Μάνα μ’, καρδούλα μ’ με πονεί, μάνα μ’, το κεφαλάκι μ’. -Κώστα μ’, μην είναι μάργωμα, Κώστα μ’, μην είναι κρύο; -Μάνα μ’, δεν είναι μάργωμα, μάνα μ’ δεν είναι κρύομον’ είν’ ο,Χάρος πόρχεται, πόρχεται να με πάρει! -Αλλάξτε τον μικρότερο και στείλτε τον να πάει.Κι η κόρη πόχε τον καημό στο παραθύρι βγαίνει: -Μάνα μ’, στου Κώστα τ’ άλογο Γιάννος είναι καβάλα!-Αλλάξτε τη μικρότερη και στείλτε τη να πάει. Κι εγώ θα γίνω καλογριά σε μέγα μοναστήρι! Γιοφύρι μες τη θάλασσα και σκάλα μες τον Άδη, ανέβαινα, κατέβαινα, το Χάρο πηρετούσα. -Για δε μου λες, ρε Χάροντα, το πότε θα με πάρεις; -Για δε σου λέω, βρε νιούτσικε, τ’ ακούς συ και φοβάσαι.Αν έχεις ρούχα φόρεσε, φλουριά και δάνεισέ τα, κι αν έχεις κι άλογο καλό, γκιζέρα(περπάτα) στα πανγύρια. Δυο αδέρφια είχαν νια αδερφή στον κόσμο ξακουσμένη! Τη ζήλευε η γειτονιά, τη ζήλευε κι η χώρα. Τη ζήλεψε ο Μαυρόχαρος και πάει να την πάρει. Την πόρτα πάει και βρόντηξε σα να 'ταν νοικοκύρης: -Άνοιξε, κόρη μ’, άνοιξε, τοιμάσου να σε πάρω! -Άφσε με, Χάρε μ’, άφσε με ακόμα τρεις μερούλες.Ταχιά Σαββάτο να λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξωκαι τη Δευτέρα το πρωί θα έρθω μοναχή μου. Απ' τα μαλλιά την άρπαξε κι η κόρη κλαίει και σκούζει!
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Στην επαρχία Δομοκού, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα, η εορτή της Αναστάσεως του Λαζάρου βρίσκει τους πάντες εκκλησιαζόμενους. Τον περασμένο αιώνα, τη βάγια στην εκκλησία πηγαίνουν οι νιόπαντροι της προηγούμενης χρονιάς και μόλις τελειώνει η λειτουργία, τα «χρόνια πολλά» συνοδεύονται από αλληλοχτυπήματα στην πλάτη ή στο κεφάλι με τα κλαδιά των Βαΐων.[4] Η παραμονή των Βαΐων, βρίσκει τα μικρά κορίτσια, ηλικίας έως 12-14 ετών, μόνα τους ή δυο-δυο, να τραγουδούν τα κάλαντα. Στα χέρια τους κρατούν απλούς ξύλινους σταυρούς και καλάθια για τ’ αυγά, στολισμένα με λουλούδια της εποχής. Η εορτή αυτή είναι συνυφασμένη και με το καλωσόρισμα της άνοιξης. Όπως ο Λάζαρος , έτσι και η φύση, περνά από το «θάνατο» στη ζωή, αναγεννάται. Στη Φιλιαδώνα, όσες μητέρες είχαν οικονομική άνεση, έραβαν από νωρίς καινούρια φουστάνια και παρδαλές ποδιές με μεγάλες τσέπες, για να χωρούν τα καλούδια. Τα προσχολικής ηλικίας κοριτσάκια συνήθιζαν να τραγουδούν: Καλημέρα σας Βαβά (ή Ήρθε ο Λάζαρος Βαβά) το κοφνάκι μ’ θέλει αυγά, η τσεπούλα μ’ κουκοσούλες, το χεράκι μ’ πενταρούλες.[5] Το τραγουδάκι αυτό ακούγεται και σήμερα.
Παραθέτουμε δυο τραγούδια του Λαζάρου:
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε κι ο άγρυπνος στις κορασίδες. Κορασίδες μου σταυρό σταθείτε για ν’ ακούσετε λαζαροπάτια. -Πού 'σουν Λάζαρε, πού 'σουν καλέ μου πού 'σουν τρίκλωνε βασιλικέ μου; -Ήμουνα στη γη βαθειά χωμένος και με τους νεκρούς παραχωμένος. Μέρες τέσσερες ήμουν στον Άδη, στο φαρμακερό πικρό σκοτάδι.[6] Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, ήρθε κι ο άγρυπνος της κορασίδας. Κορασίτσες μου σταυροσταθείτε, παλικάρια μου τριγύρω-γύρω, για ν’ακούσετε Λαζάρου πάθη. - Πού ήσουν Λάζαρε, πού ήσουν 'δερφέ μου, πού ήσουν τρίκλωνε βασιλικέ μου; - Ήμουνα στη γη θαμμένος, τρεις μερούλες πεθαμένος. Να μου ρίχνανε λίνο νεράκι, τι είν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι, το χειλάκι μου γαρυφαλάκι. -Σήκω Λάζαρε, σήκω ‘δερφέ μου, σήκω τρίκλωνε βασιλικέ μου, τώρα 'μέρα σου, τώρα χαρά σου, τώρα που 'ρθαμε στην αφεντιά σου.[7]
Σε αντίθεση με τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, τα κάλαντα του Λαζάρου ακούγονται και σε σπίτια με πένθος, γιατί δίνουν ελπίδα υπενθυμίζοντας στους πονεμένους την ανάσταση των νεκρών που υπόσχεται η Εκκλησία μας. Τα κεράσματα των νοικοκυρών ήταν αυγά, σύκα ξερά, σταφίδες, κουκόσιες (καρύδια), τσιάγαλα (αμύγδαλα) και χρήματα, δεκάρα, εικοσαράκι, πενηντάλεπτο και σπάνια δραχμή, διπλό ή τάληρο.
Ακολουθεί ένα τραγούδι των Βαΐων που διασώθηκε από την Ιορδανούδη Λαμπρινή[8] ( ετών 78, τόπος γεννήσεως, Αν. Ρωμυλία): Βάϊα, Βάϊα τα ταχιά ως την άλλη Κυριακή όσο νά' ρθει η Πασχαλιά μι τα κόκκινα τ’ αυγά. Μι τα κόκκινα τ’ αυγά μι τη μπούκουα το κρασί κι μι το ψέμα στο ταψί. Μάϊκο μου στον κήπο σου τίποτα δεν άρεσα πόνα δέντρο ρήζωτο ρήζωτο μποτίζωτο.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Το αρχικό τραγούδι του Λαζάρου, δίχως παραλλαγές που έγιναν αργότερα, αυτό που τραγουδιόταν μέχρι το 1940 και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το παίνεμα και την εν γένει προκοπή, την περιουσία του καθενός, ειδικά το βιος του (ζώα), είναι:
Καλό σας εύρη ο Λάζαρος, χίλια καλά σας εύρουν Με τ' άσπρα με τα κόκκινα, τα όμορφα λουλούδια Τρεις μερούλες πεθαμένος, την τέταρτη αναστημένος Κι ο Χριστός τόνε προστάζει, έβγα Λάζαρ’απ' τον Άδη Την πασχαλιά και τη Λαμπρή, την καλοκαρδισμένητο Σάββατο στολίζεσαι να πας να πάρεις βάϊα Ζευγίτες όταν κίνησαν, να πάν να πρωτοσπείρουνΣτη στράτα ρόδια έσπερναν και στο χωράφι στάρι Μυρμήγκια τα κοπάδια σας, σαν τα μελίσσια βάζουν (βουίζουν)Σαν το μελισσοχόρταρο, ευωδιάζουν τα μαντριά σας
Από το 1940 διαμορφώθηκε ως εξής: Καλημέρα σας, καλή χρονιά σας, καλώς ήρθαμε στ’ αρχοντικά σας. Να τραγδήσουμε, το Λάζαρο μας, του Χριστού τον αδερφοποιτό μας. -Πού ‘σουν Λάζαρε, που ‘σαν καλέ μου, πούσαν τρίκλωνε βασιλικέ μου. - Ήμαν πέντε μέρες, μεσ’ τον Άδη, μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Να ‘μουν λεμονιά, να ‘μουν λεμόνι, να με φύτευαν σε περιβόλι. Να μου ρίχνανε, λίγο νεράκι, πουν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι. Και το πιο νεότερο και ωραίο: Εις την πόλη Βηθανίακλαίει η Μάρθα κι η Μαρία. Κλαίνε για τον αδερφό τουςτο Μεγάλο γκαρδιακό τους. Τρεις ημέρες τον θρηνούσανκαι τόνε μοιρολογούσαν. Την ημέρα την τετάρτηκίνησε ο Χριστός για νάρθει. Αν ήσουν εδώ Χριστέ μου δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου. Δεν θα πέθαινε ο αδερφός μουκαι ο φίλος ο δικός σου. Άντε Μάρθα και Μαρίαπάμε κάτω στα Μνημεία. Που τον έχουνε θαμμένο και με τα κεριά ζωμένο.[9]
«Σήμερα μαύρος ουρανός»
Το πένθιμο τραγούδι “Σήμερα Μαύρος Ουρανός’’, όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στην επαρχία Δομοκού, τραγουδιόταν από παιδιά μέχρι 15 ετών, τη Μεγάλη Παρασκευή, που η παράδοση τη θέλει να είναι μέρα σκοτεινή, μουντή και βροχερή. Τα παιδιά ανά δύο, ή και περισσότερα έχοντας ένα Σταυρό και το απαραίτητο καλαθάκι στολισμένο με άνθη, να βάζουν τα αυγά, λένε το γνωστό:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα. Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται. Σήμερα έβαλλαν βουλή οι άνομοι εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά, και τρις καταραμένοι, για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων βασιλέα. Κι ο Κύριος ηθέλησε, να μπεί σε περιβόλι, να λάβει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι. Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της, τις προσευχές της έκανε για τον μονογενή της. -Σώσε Κυρά μ’ τις προσευχές σώσε και τις μετάνοιες. Και το γιό σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε. Και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε. -Χαλκιά, χαλκιά φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία πιρούνια. Και εκείνος ο παράνομος βαρεί και φκιάνει-πέντε. -Βρε φαραέ που τα ‘φτιαχνες ,πρέπει να μας διατάξεις. -Τα δυο βάλτε στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυο στα χέρια, το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,να στάξει αίμα και νερό, να λιγωθεί καρδιά του. Κι η Παναγιά σαν τ’άκουσε, έπεσε και λιγώθη, σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο και τρία νεροδόσταμο για να της έρθ’ ο νους της. Όταν της ήρθε ο λογισμός, όταν της ήρθ’ ο νους της σε τι μαχαίρι να σφαγεί, σε τι φωτιά να πέσει,σε τι γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της. Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου μάνακαι του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερες αντάμα, σαν πήραν το στρατί - στρατί, στρατί το μονοπάτι το μονοπάτι τα έβγαλε, μες του Ληστή την πόρτα -Άνοιξε πόρτα του Ληστή και πόρτα του Πιλάτου.Κι η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της Κοιτά δεξιά, κοιτάει ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει. Κοιτάει και δεξιότερα, βλέπει τον Άη Γιάννη -'Αη Γιάνν’ Αγιάννη πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου,μην είδες το γιόκα μου και συ το δάσκαλό σου; -Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω.Δεν έχω χέρι πάλαμο, το γιο σου να σου δείξω. Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο, όπου φορεί πουκάμισο, στο αίμα βουτηγμένο; Όπου φορεί στην κεφαλή, αγκάθινο στεφάνι; Εκείνος είναι ο γιόκας σου και μένα ο δάσκαλός μου. Κι η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόνε ρωτάει -Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου; -Τι να σου πω μανούλα μου και τι να σου μιλήσω.Κατά το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι που θα λαλήσ’ ο πετεινός στις δώδεκα η ώρα,σημαίνει ο θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα ουράνια, σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, με τις χρυσές καμπάνες. Όποιος τ’ ακούει σώζεται, κι όποιος το βλέπ’ αγιάζει κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβειΠαράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο.[10]
Δυστυχώς σήμερα, το τραγούδι αυτό δεν ακούγεται ούτε το μισό. Η κύρια αιτία είναι η μεγάλη έκτασή του που αφενός μεν, τα παιδιά κουράζονται να το μάθουν, αφετέρου δε, και εμείς οι μεγάλοι, που με τη στάση μας τροφοδοτήσαμε αυτήν τη συμπεριφορά. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που μαθαίνουν στα παιδιά τους ελάχιστους στίχους των καλάντων, με στόχο, κυρίως, τη συγκέντρωση χρημάτων και όχι τη διατήρηση των εθιμικών παραδόσεων. Τα κεράσματα ήταν και είναι χρήματα, αυγά, νηστίσιμα κουλούρια και ό,τι προαιρείται η κάθε νοικοκυρά.
ΡΟΥΜΠΑΝΑ
Το έθιμο της «Ρουμπάνας» ,στο Νέο Μοναστήρι, ήταν γιορτή των κοριτσιών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κυρίας Καλλιόπης Δημτσούδη, το Σάββατο του Λαζάρου, οι κοπέλες του χωριού συγκεντρώνονταν για να πουν τα κάλαντα, αφότου εξέλεγαν την «πρώτη νούνα», την αρχηγό. Μπροστά πήγαιναν τέσσερις κοπέλες, οι «νούνες», ντυμένες με τις παραδοσιακές «τσούκνες»[11], πιασμένες δυο-δυο, οι οποίες τραγουδούσαν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού και πίσω ακολουθούσαν οι υπόλοιπες, τραγουδώντας και χορεύοντας στην αυλή ή στο δρόμο, συνήθως γύρω από το ανθοστολισμένο καλάθι για τ’ αυγά. Όταν τελείωναν όλα τα σπίτια του χωριού, πήγαιναν στο σπίτι της πρώτης νούνας, όπου γινόταν η καταμέτρηση των χρημάτων και των αυγών που είχαν μαζέψει, τον λεγόμενο «χαζνέ». Μάλιστα, πείραζαν τη νούνα, ψάχνοντας το ζωνάρι της για κρυμμένα χρήματα. Η μοιρασιά γινόταν την ημέρα του Πάσχα. Μετά την καταμέτρηση, ξεκινούσαν από το σπίτι χορεύοντας και τραγουδώντας τον Μπογδάνο και έφταναν στην πλατεία του χωριού, όπου το έθιμο τελείωνε με πάνδημο κοινοτικό χορό. Την Κυριακή των Βαΐων ο «αηγόρος», το αγόρι της νούνας (απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κάποια νούνα), έσερνε πρώτος το χορό με τη «σάρτα» του στην πλατεία και τον οδηγούσε στο σπίτι της νούνας, όπου και τους κερνούσαν. Το Μ. Σάββατο, η βαφή των αυγών γινόταν και πάλι στο σπίτι της νούνας, όπου και την ημέρα του Πάσχα, μαγείρευαν τ’ αρνιά που αγόραζαν με τα χρήματα που είχαν μαζέψει τη Μ. Παρασκευή. Συγκεντρώνονταν όλα τα αγόρια και τα κορίτσια και αφού τελείωναν το φαγητό, χόρευαν με τη συνοδεία φλογέρας και γκάιντας. Τα κορίτσια, κατά τη διάρκεια του χορού, μοίραζαν τ’ αυγά. Τελειώνοντας, όλοι μαζί χορεύοντας κατέβαιναν στην πλατεία του χωριού και το γλέντι συνέχιζε ως αργά το βράδυ.[12] Ο χορός που τραγουδιέται και χορεύεται στο εθιμικό δρώμενο της «Ρουμπάνας», είναι ο Μπογδάνος[13], ο οποίος πήρε το όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι, που έχει ως εξής:
Μές του Μπογδάνου το βουνό, τρεις λυγερές τ’ ανέβηναν τρεις λυγερές ανέβηναν κι άλλις δυο τρεις κατέβιναν κι άλλες δυο τρεις κατέβιναν να μάσουν χορτ’ αμάραντο. Και σκύφτουντας, μαζώνουντας –μωρ’-βρίσκουν κι ένα νιούτσικο ν –απου ‘ταν λαβουμένους – για. Τουν είδαν κι φουβήθηκαν και πίσου πισουγύρισαν. Κι ο νιούτσικος τες λάλησε: -Μωρ’ μη φουβάστι λυγερές, μον’ λύστε τα μαντήλια σας κι δέστε το χεράκι μου το ‘να το χέρ’ κι το πουδάρ’. Όπως όλα τα εθιμικά δρώμενα, έτσι και αυτό της «Ρουμπάνας»,ήταν μια ευκαιρία για τις νέες και τους νέους να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους. Αν μια κοπέλα ενδιαφερόταν για το παλικάρι του σπιτιού που έλεγαν τα κάλαντα, έβγαινε μπροστά και χορεύοντας τραγουδούσε: «Νάστρι μου τριανταφυλλιά, κόκκινη νερατζιά, χάρισε τ’ άνθη σου τ’ άνθη σου το λουλούδι σου νάστον στον άρμα πόθον να κατέβω στο γυαλό να μαρίνω ντρες σι νιά κι σ’ δώδεκα να κατέβω στο γυαλό πούν’ τα παλικάρια».
[1] Καλοδήμος Θ. 1997. ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ 8 :Θ ηλυκωτά Λαμπριάτικα τραγούδια της επαρχίας Δομοκού, Αθήνα:: Δήμος Δομοκού και Δ. - Λ. Γαλλής, σσ. 47-54.
[2] Καμαρίτσας Αθ. - Κ. 1997. ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ 8:Τα πανηγύρια στη Γερακλή, Αθήνα: Δήμος Δομοκού και Δ. - Λ. Γαλλή, σ. 153.
[3] Καλοδήμος Θ. 1997. σσ. 51-52.
[4] Τολιόπουλος Στ. 1991. σ. 196.
[5] Κούτσικας Κ. 2000. ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ 11:Η γιορτή του Λαζάρου στα χωριά της Ρούμελης(Δομοκού), Αθήνα: Δήμος Δομοκού και οικ. Γαλλή, σ.39.
[6] Στο ίδιο. σσ. 38-39.
[7] Καρπέτας Γ. 2000. ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ 11: Το τραγούδι του Λαζάρου, Αθήνα: Δήμος Δομοκού και οικ. Γαλλή, σσ. 40-41.
[8] Γαλλής Λ. 1999. σ. 63.
[9] Σταυρομήτρος Στ. 1997. σσ. 64-65.
[10] Στο ίδιο. σσ. 65-67.
[11] Φορεσιές κεντημένες με μετάξι (έτρεφαν μεταξοσκώληκες με φύλλα μουριάς) [12] Γαλλής Λ. 1999. σ. 65.
[13] Δρανδάκης Λ. 1994. σσ. 31-32.
Χαρακτηριστικό λαμπριάτικο έθιμο της επαρχίας Δομοκού είναι τα θηλυκωτά[1]λαμπριάτικα τραγούδια που χορεύονταν μέχρι πρόσφατα. Ξεχωρίζουν, όχι για το περιεχόμενό τους αλλά για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο χορεύονται. Οι χορευτές πιάνονται με λαβή από τους αγκώνες (αγκαζέ) συμπλέκοντας τα δάχτυλά τους. Το «θηλύκωμα» των δαχτύλων είναι αυτό που δικαιολογεί την ονομασία του χορού. Τα θηλυκωτά τραγούδια τα χόρευαν σε άλλα χωριά, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, τις απογευματινές ώρες και σε άλλα, τη δεύτερη και τρίτη μέρα. Μετά το πέρας της απογευματινής Θείας λειτουργίας, μαζεύονταν όλοι στην πλατεία του χωριού ή σε κάποιο ανοιχτό μέρος , αν δεν υπήρχε πλατεία, και χόρευαν, αρχής γενομένης από τις μεγάλες γυναίκες, μέχρι αργά το βράδυ. Καθιερωμένο εναρκτήριο θηλυκωτό, λαμπριάτικο τραγούδι ήταν το εξής:
Απρίλη, Απρίλη έμορφε, Μάη με τα λουλούδια, ούλον τον κόσμο ρόϊδισες λουλούδια και καλούδια και μένα βαριοφόρτωσες την άσκημη γυναίκα; Να τη σκοτώσω δε μπορώ, να τη χωρίσω όχι. Θέλω την πάω στο χρυσικό να την αναλυγώσει. Να φκιάσω λύτρα μάλαμα και δυο λίτρες ασήμι. Να φκιάσω κούπα κι σταυρό, σταυρό κι δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι να φορώ, την κούπα για να πίνω κι το σταυρό να προσκυνώ για τη Χριστιανοσύνη.
Εναλλακτικά, τραγουδούσαν το πιο επίκαιρο:
Σήμερα ‘Χριστός Ανέστη’ και ταχιά ‘Αληθώς Ανέστη!’ Σήμερα τα παλικάρια στέκονται σαν τα λιοντάρια! Σήμερα και τα κορίτσια στέκονται σαν κυπαρίσσια! Σήμερα κι οι παντρεμένες στέκονται καμαρωμένες! Σήμερα κι οι γριές βάλαν κεντητές ποδιές!
Την 3η μέρα της Λαμπρής, ο χορός ξεκινούσε πρώτα από την εκκλησία του χωριού, όπου έκαναν τρεις γύρους και μετά συνεχιζόταν στην πλατεία, έως αργά τη νύχτα ή τις πρώτες πρωινές ώρες, ανάλογα με το κέφι. Αυτή τη φορά, το χορό άνοιγε ο παπάς και στην εκκλησία και στην πλατεία, όπου πρώτα χόρευαν το καθιερωμένο γαϊτανάκι και μετά ακολουθούσαν τα θηλυκωτά τραγούδια. Η διαφορά που παρουσιάζει το γαϊτανάκι σε σχέση με τους θηλυκωτούς χορούς, έγκειται στο «χιαστί» πιάσιμο των χεριών από τους καρπούς, μπροστά και στο ύψος περίπου της λεκάνης. Εντυπωσιάζει ιδιαίτερα, η εναλλαγή της θέσεως των χιαστί συμπλεκόμενων χεριών, από το εμπρόσθιο μέρος του σώματος στο οπίσθιο, χωρίς βέβαια να αποσυμπλέκονται, μέχρι να τελειώσει το τραγούδι. Το γαϊτανάκι, είναι ένας χορός που του αποδίδεται ο συμβολισμός της ζωής, γι’ αυτό και τον χόρευαν πρώτο. Οι θηλυκωτοί χοροί με τα τραγούδια, συμβολίζουν αλλά και κάνουν πράξη την αγάπη και τη συμφιλίωση των χωριανών, που χορεύουν όλοι μαζί, «θηλυκώνοντας» τα χέρια και μάλιστα ανάμεικτοι. Το τελευταίο αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, γιατί στις υπόλοιπες χορευτικές εκδηλώσεις, εθιμικά, απαγορευόταν το ανακάτεμα των δυο φύλλων. Χόρευαν όλοι μαζί σε ξεχωριστούς χορευτικούς κύκλους. Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος λήξης του εορταστικού τριημέρου της Αναστάσεως του Κυρίου, στο χωριό Γερακλή.[2] Συγκεκριμένα, μετά τον απογευματινό χορό της τρίτης ημέρας, οι νέοι άνδρες έφτιαχναν κύκλο πιάνοντας αλληλοδιαδόχως τις πλάτες τους. Τρία παιδιά ευκίνητα σκαρφάλωναν στις πλάτες των ανδρών και όρθια έφτιαχναν δεύτερο μικρότερο κύκλο, πιάνοντας το καθένα τις πλάτες του άλλου. Οι δυο αυτοί κύκλοι γύριζαν αργά, αντίθετα προς τους δείκτες του ρολογιού και έψελναν όλοι μαζί το ‘Χριστός Ανέστη’. Μετά σταματούσαν την κίνηση και τα τρία παιδιά του πάνω κύκλου έψελναν μόνα τους. Αυτό το επαναλάμβαναν τρεις φορές και μετά άνοιγε ο κάτω κύκλος και τα παιδιά πηδούσαν στο κέντρο.
Παραθέτουμε μερικά θηλυκωτά λαμπριάτικα τραγούδια:[3]
Ήταν Σαββάτο θλιβερό και Κυριακή καημένη, που κίνησε ο Κωσταντής να πάει να παρ’ τη νύφη. -Μάνα μ’, καρδούλα μ’ με πονεί, μάνα μ’, το κεφαλάκι μ’. -Κώστα μ’, μην είναι μάργωμα, Κώστα μ’, μην είναι κρύο; -Μάνα μ’, δεν είναι μάργωμα, μάνα μ’ δεν είναι κρύομον’ είν’ ο,Χάρος πόρχεται, πόρχεται να με πάρει! -Αλλάξτε τον μικρότερο και στείλτε τον να πάει.Κι η κόρη πόχε τον καημό στο παραθύρι βγαίνει: -Μάνα μ’, στου Κώστα τ’ άλογο Γιάννος είναι καβάλα!-Αλλάξτε τη μικρότερη και στείλτε τη να πάει. Κι εγώ θα γίνω καλογριά σε μέγα μοναστήρι! Γιοφύρι μες τη θάλασσα και σκάλα μες τον Άδη, ανέβαινα, κατέβαινα, το Χάρο πηρετούσα. -Για δε μου λες, ρε Χάροντα, το πότε θα με πάρεις; -Για δε σου λέω, βρε νιούτσικε, τ’ ακούς συ και φοβάσαι.Αν έχεις ρούχα φόρεσε, φλουριά και δάνεισέ τα, κι αν έχεις κι άλογο καλό, γκιζέρα(περπάτα) στα πανγύρια. Δυο αδέρφια είχαν νια αδερφή στον κόσμο ξακουσμένη! Τη ζήλευε η γειτονιά, τη ζήλευε κι η χώρα. Τη ζήλεψε ο Μαυρόχαρος και πάει να την πάρει. Την πόρτα πάει και βρόντηξε σα να 'ταν νοικοκύρης: -Άνοιξε, κόρη μ’, άνοιξε, τοιμάσου να σε πάρω! -Άφσε με, Χάρε μ’, άφσε με ακόμα τρεις μερούλες.Ταχιά Σαββάτο να λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξωκαι τη Δευτέρα το πρωί θα έρθω μοναχή μου. Απ' τα μαλλιά την άρπαξε κι η κόρη κλαίει και σκούζει!
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Στην επαρχία Δομοκού, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα, η εορτή της Αναστάσεως του Λαζάρου βρίσκει τους πάντες εκκλησιαζόμενους. Τον περασμένο αιώνα, τη βάγια στην εκκλησία πηγαίνουν οι νιόπαντροι της προηγούμενης χρονιάς και μόλις τελειώνει η λειτουργία, τα «χρόνια πολλά» συνοδεύονται από αλληλοχτυπήματα στην πλάτη ή στο κεφάλι με τα κλαδιά των Βαΐων.[4] Η παραμονή των Βαΐων, βρίσκει τα μικρά κορίτσια, ηλικίας έως 12-14 ετών, μόνα τους ή δυο-δυο, να τραγουδούν τα κάλαντα. Στα χέρια τους κρατούν απλούς ξύλινους σταυρούς και καλάθια για τ’ αυγά, στολισμένα με λουλούδια της εποχής. Η εορτή αυτή είναι συνυφασμένη και με το καλωσόρισμα της άνοιξης. Όπως ο Λάζαρος , έτσι και η φύση, περνά από το «θάνατο» στη ζωή, αναγεννάται. Στη Φιλιαδώνα, όσες μητέρες είχαν οικονομική άνεση, έραβαν από νωρίς καινούρια φουστάνια και παρδαλές ποδιές με μεγάλες τσέπες, για να χωρούν τα καλούδια. Τα προσχολικής ηλικίας κοριτσάκια συνήθιζαν να τραγουδούν: Καλημέρα σας Βαβά (ή Ήρθε ο Λάζαρος Βαβά) το κοφνάκι μ’ θέλει αυγά, η τσεπούλα μ’ κουκοσούλες, το χεράκι μ’ πενταρούλες.[5] Το τραγουδάκι αυτό ακούγεται και σήμερα.
Παραθέτουμε δυο τραγούδια του Λαζάρου:
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε κι ο άγρυπνος στις κορασίδες. Κορασίδες μου σταυρό σταθείτε για ν’ ακούσετε λαζαροπάτια. -Πού 'σουν Λάζαρε, πού 'σουν καλέ μου πού 'σουν τρίκλωνε βασιλικέ μου; -Ήμουνα στη γη βαθειά χωμένος και με τους νεκρούς παραχωμένος. Μέρες τέσσερες ήμουν στον Άδη, στο φαρμακερό πικρό σκοτάδι.[6] Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, ήρθε κι ο άγρυπνος της κορασίδας. Κορασίτσες μου σταυροσταθείτε, παλικάρια μου τριγύρω-γύρω, για ν’ακούσετε Λαζάρου πάθη. - Πού ήσουν Λάζαρε, πού ήσουν 'δερφέ μου, πού ήσουν τρίκλωνε βασιλικέ μου; - Ήμουνα στη γη θαμμένος, τρεις μερούλες πεθαμένος. Να μου ρίχνανε λίνο νεράκι, τι είν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι, το χειλάκι μου γαρυφαλάκι. -Σήκω Λάζαρε, σήκω ‘δερφέ μου, σήκω τρίκλωνε βασιλικέ μου, τώρα 'μέρα σου, τώρα χαρά σου, τώρα που 'ρθαμε στην αφεντιά σου.[7]
Σε αντίθεση με τα κάλαντα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, τα κάλαντα του Λαζάρου ακούγονται και σε σπίτια με πένθος, γιατί δίνουν ελπίδα υπενθυμίζοντας στους πονεμένους την ανάσταση των νεκρών που υπόσχεται η Εκκλησία μας. Τα κεράσματα των νοικοκυρών ήταν αυγά, σύκα ξερά, σταφίδες, κουκόσιες (καρύδια), τσιάγαλα (αμύγδαλα) και χρήματα, δεκάρα, εικοσαράκι, πενηντάλεπτο και σπάνια δραχμή, διπλό ή τάληρο.
Ακολουθεί ένα τραγούδι των Βαΐων που διασώθηκε από την Ιορδανούδη Λαμπρινή[8] ( ετών 78, τόπος γεννήσεως, Αν. Ρωμυλία): Βάϊα, Βάϊα τα ταχιά ως την άλλη Κυριακή όσο νά' ρθει η Πασχαλιά μι τα κόκκινα τ’ αυγά. Μι τα κόκκινα τ’ αυγά μι τη μπούκουα το κρασί κι μι το ψέμα στο ταψί. Μάϊκο μου στον κήπο σου τίποτα δεν άρεσα πόνα δέντρο ρήζωτο ρήζωτο μποτίζωτο.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Το αρχικό τραγούδι του Λαζάρου, δίχως παραλλαγές που έγιναν αργότερα, αυτό που τραγουδιόταν μέχρι το 1940 και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το παίνεμα και την εν γένει προκοπή, την περιουσία του καθενός, ειδικά το βιος του (ζώα), είναι:
Καλό σας εύρη ο Λάζαρος, χίλια καλά σας εύρουν Με τ' άσπρα με τα κόκκινα, τα όμορφα λουλούδια Τρεις μερούλες πεθαμένος, την τέταρτη αναστημένος Κι ο Χριστός τόνε προστάζει, έβγα Λάζαρ’απ' τον Άδη Την πασχαλιά και τη Λαμπρή, την καλοκαρδισμένητο Σάββατο στολίζεσαι να πας να πάρεις βάϊα Ζευγίτες όταν κίνησαν, να πάν να πρωτοσπείρουνΣτη στράτα ρόδια έσπερναν και στο χωράφι στάρι Μυρμήγκια τα κοπάδια σας, σαν τα μελίσσια βάζουν (βουίζουν)Σαν το μελισσοχόρταρο, ευωδιάζουν τα μαντριά σας
Από το 1940 διαμορφώθηκε ως εξής: Καλημέρα σας, καλή χρονιά σας, καλώς ήρθαμε στ’ αρχοντικά σας. Να τραγδήσουμε, το Λάζαρο μας, του Χριστού τον αδερφοποιτό μας. -Πού ‘σουν Λάζαρε, που ‘σαν καλέ μου, πούσαν τρίκλωνε βασιλικέ μου. - Ήμαν πέντε μέρες, μεσ’ τον Άδη, μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Να ‘μουν λεμονιά, να ‘μουν λεμόνι, να με φύτευαν σε περιβόλι. Να μου ρίχνανε, λίγο νεράκι, πουν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι. Και το πιο νεότερο και ωραίο: Εις την πόλη Βηθανίακλαίει η Μάρθα κι η Μαρία. Κλαίνε για τον αδερφό τουςτο Μεγάλο γκαρδιακό τους. Τρεις ημέρες τον θρηνούσανκαι τόνε μοιρολογούσαν. Την ημέρα την τετάρτηκίνησε ο Χριστός για νάρθει. Αν ήσουν εδώ Χριστέ μου δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου. Δεν θα πέθαινε ο αδερφός μουκαι ο φίλος ο δικός σου. Άντε Μάρθα και Μαρίαπάμε κάτω στα Μνημεία. Που τον έχουνε θαμμένο και με τα κεριά ζωμένο.[9]
«Σήμερα μαύρος ουρανός»
Το πένθιμο τραγούδι “Σήμερα Μαύρος Ουρανός’’, όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στην επαρχία Δομοκού, τραγουδιόταν από παιδιά μέχρι 15 ετών, τη Μεγάλη Παρασκευή, που η παράδοση τη θέλει να είναι μέρα σκοτεινή, μουντή και βροχερή. Τα παιδιά ανά δύο, ή και περισσότερα έχοντας ένα Σταυρό και το απαραίτητο καλαθάκι στολισμένο με άνθη, να βάζουν τα αυγά, λένε το γνωστό:
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα. Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται. Σήμερα έβαλλαν βουλή οι άνομοι εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά, και τρις καταραμένοι, για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων βασιλέα. Κι ο Κύριος ηθέλησε, να μπεί σε περιβόλι, να λάβει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι. Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της, τις προσευχές της έκανε για τον μονογενή της. -Σώσε Κυρά μ’ τις προσευχές σώσε και τις μετάνοιες. Και το γιό σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε. Και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε. -Χαλκιά, χαλκιά φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία πιρούνια. Και εκείνος ο παράνομος βαρεί και φκιάνει-πέντε. -Βρε φαραέ που τα ‘φτιαχνες ,πρέπει να μας διατάξεις. -Τα δυο βάλτε στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυο στα χέρια, το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,να στάξει αίμα και νερό, να λιγωθεί καρδιά του. Κι η Παναγιά σαν τ’άκουσε, έπεσε και λιγώθη, σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο και τρία νεροδόσταμο για να της έρθ’ ο νους της. Όταν της ήρθε ο λογισμός, όταν της ήρθ’ ο νους της σε τι μαχαίρι να σφαγεί, σε τι φωτιά να πέσει,σε τι γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της. Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου μάνακαι του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερες αντάμα, σαν πήραν το στρατί - στρατί, στρατί το μονοπάτι το μονοπάτι τα έβγαλε, μες του Ληστή την πόρτα -Άνοιξε πόρτα του Ληστή και πόρτα του Πιλάτου.Κι η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της Κοιτά δεξιά, κοιτάει ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει. Κοιτάει και δεξιότερα, βλέπει τον Άη Γιάννη -'Αη Γιάνν’ Αγιάννη πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου,μην είδες το γιόκα μου και συ το δάσκαλό σου; -Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω.Δεν έχω χέρι πάλαμο, το γιο σου να σου δείξω. Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο, όπου φορεί πουκάμισο, στο αίμα βουτηγμένο; Όπου φορεί στην κεφαλή, αγκάθινο στεφάνι; Εκείνος είναι ο γιόκας σου και μένα ο δάσκαλός μου. Κι η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόνε ρωτάει -Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου; -Τι να σου πω μανούλα μου και τι να σου μιλήσω.Κατά το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι που θα λαλήσ’ ο πετεινός στις δώδεκα η ώρα,σημαίνει ο θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα ουράνια, σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, με τις χρυσές καμπάνες. Όποιος τ’ ακούει σώζεται, κι όποιος το βλέπ’ αγιάζει κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβειΠαράδεισο και λίβανο, από τον Άγιο Τάφο.[10]
Δυστυχώς σήμερα, το τραγούδι αυτό δεν ακούγεται ούτε το μισό. Η κύρια αιτία είναι η μεγάλη έκτασή του που αφενός μεν, τα παιδιά κουράζονται να το μάθουν, αφετέρου δε, και εμείς οι μεγάλοι, που με τη στάση μας τροφοδοτήσαμε αυτήν τη συμπεριφορά. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που μαθαίνουν στα παιδιά τους ελάχιστους στίχους των καλάντων, με στόχο, κυρίως, τη συγκέντρωση χρημάτων και όχι τη διατήρηση των εθιμικών παραδόσεων. Τα κεράσματα ήταν και είναι χρήματα, αυγά, νηστίσιμα κουλούρια και ό,τι προαιρείται η κάθε νοικοκυρά.
ΡΟΥΜΠΑΝΑ
Το έθιμο της «Ρουμπάνας» ,στο Νέο Μοναστήρι, ήταν γιορτή των κοριτσιών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κυρίας Καλλιόπης Δημτσούδη, το Σάββατο του Λαζάρου, οι κοπέλες του χωριού συγκεντρώνονταν για να πουν τα κάλαντα, αφότου εξέλεγαν την «πρώτη νούνα», την αρχηγό. Μπροστά πήγαιναν τέσσερις κοπέλες, οι «νούνες», ντυμένες με τις παραδοσιακές «τσούκνες»[11], πιασμένες δυο-δυο, οι οποίες τραγουδούσαν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού και πίσω ακολουθούσαν οι υπόλοιπες, τραγουδώντας και χορεύοντας στην αυλή ή στο δρόμο, συνήθως γύρω από το ανθοστολισμένο καλάθι για τ’ αυγά. Όταν τελείωναν όλα τα σπίτια του χωριού, πήγαιναν στο σπίτι της πρώτης νούνας, όπου γινόταν η καταμέτρηση των χρημάτων και των αυγών που είχαν μαζέψει, τον λεγόμενο «χαζνέ». Μάλιστα, πείραζαν τη νούνα, ψάχνοντας το ζωνάρι της για κρυμμένα χρήματα. Η μοιρασιά γινόταν την ημέρα του Πάσχα. Μετά την καταμέτρηση, ξεκινούσαν από το σπίτι χορεύοντας και τραγουδώντας τον Μπογδάνο και έφταναν στην πλατεία του χωριού, όπου το έθιμο τελείωνε με πάνδημο κοινοτικό χορό. Την Κυριακή των Βαΐων ο «αηγόρος», το αγόρι της νούνας (απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κάποια νούνα), έσερνε πρώτος το χορό με τη «σάρτα» του στην πλατεία και τον οδηγούσε στο σπίτι της νούνας, όπου και τους κερνούσαν. Το Μ. Σάββατο, η βαφή των αυγών γινόταν και πάλι στο σπίτι της νούνας, όπου και την ημέρα του Πάσχα, μαγείρευαν τ’ αρνιά που αγόραζαν με τα χρήματα που είχαν μαζέψει τη Μ. Παρασκευή. Συγκεντρώνονταν όλα τα αγόρια και τα κορίτσια και αφού τελείωναν το φαγητό, χόρευαν με τη συνοδεία φλογέρας και γκάιντας. Τα κορίτσια, κατά τη διάρκεια του χορού, μοίραζαν τ’ αυγά. Τελειώνοντας, όλοι μαζί χορεύοντας κατέβαιναν στην πλατεία του χωριού και το γλέντι συνέχιζε ως αργά το βράδυ.[12] Ο χορός που τραγουδιέται και χορεύεται στο εθιμικό δρώμενο της «Ρουμπάνας», είναι ο Μπογδάνος[13], ο οποίος πήρε το όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι, που έχει ως εξής:
Μές του Μπογδάνου το βουνό, τρεις λυγερές τ’ ανέβηναν τρεις λυγερές ανέβηναν κι άλλις δυο τρεις κατέβιναν κι άλλες δυο τρεις κατέβιναν να μάσουν χορτ’ αμάραντο. Και σκύφτουντας, μαζώνουντας –μωρ’-βρίσκουν κι ένα νιούτσικο ν –απου ‘ταν λαβουμένους – για. Τουν είδαν κι φουβήθηκαν και πίσου πισουγύρισαν. Κι ο νιούτσικος τες λάλησε: -Μωρ’ μη φουβάστι λυγερές, μον’ λύστε τα μαντήλια σας κι δέστε το χεράκι μου το ‘να το χέρ’ κι το πουδάρ’. Όπως όλα τα εθιμικά δρώμενα, έτσι και αυτό της «Ρουμπάνας»,ήταν μια ευκαιρία για τις νέες και τους νέους να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους. Αν μια κοπέλα ενδιαφερόταν για το παλικάρι του σπιτιού που έλεγαν τα κάλαντα, έβγαινε μπροστά και χορεύοντας τραγουδούσε: «Νάστρι μου τριανταφυλλιά, κόκκινη νερατζιά, χάρισε τ’ άνθη σου τ’ άνθη σου το λουλούδι σου νάστον στον άρμα πόθον να κατέβω στο γυαλό να μαρίνω ντρες σι νιά κι σ’ δώδεκα να κατέβω στο γυαλό πούν’ τα παλικάρια».
[1] Καλοδήμος Θ. 1997. ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ 8 :Θ ηλυκωτά Λαμπριάτικα τραγούδια της επαρχίας Δομοκού, Αθήνα:: Δήμος Δομοκού και Δ. - Λ. Γαλλής, σσ. 47-54.
[2] Καμαρίτσας Αθ. - Κ. 1997. ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ 8:Τα πανηγύρια στη Γερακλή, Αθήνα: Δήμος Δομοκού και Δ. - Λ. Γαλλή, σ. 153.
[3] Καλοδήμος Θ. 1997. σσ. 51-52.
[4] Τολιόπουλος Στ. 1991. σ. 196.
[5] Κούτσικας Κ. 2000. ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ 11:Η γιορτή του Λαζάρου στα χωριά της Ρούμελης(Δομοκού), Αθήνα: Δήμος Δομοκού και οικ. Γαλλή, σ.39.
[6] Στο ίδιο. σσ. 38-39.
[7] Καρπέτας Γ. 2000. ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΟΜΟΚΟΥ 11: Το τραγούδι του Λαζάρου, Αθήνα: Δήμος Δομοκού και οικ. Γαλλή, σσ. 40-41.
[8] Γαλλής Λ. 1999. σ. 63.
[9] Σταυρομήτρος Στ. 1997. σσ. 64-65.
[10] Στο ίδιο. σσ. 65-67.
[11] Φορεσιές κεντημένες με μετάξι (έτρεφαν μεταξοσκώληκες με φύλλα μουριάς) [12] Γαλλής Λ. 1999. σ. 65.
[13] Δρανδάκης Λ. 1994. σσ. 31-32.
Δημοσίευση σχολίου