«Τα παιδικά χρόνια των παππούδων μας»,αφηγείται η Βασιλική Μπουρογιάννη

Με λένε Βασιλική Μπουρογιάννη και είμαι 75 ετών. Ο πατέρας μου ήταν από την Φιλιαδώνα Δομοκού και η μητέρα μου από το Καλαμάκι Δομοκού. Ο πατέρας μου ήταν κτηνοτρόφος και η μάνα μου ασχολιόταν με τα οικιακά...
Περισσότερο απ’ τους γονείς μου αγαπούσα τον πατέρα μου, γιατί ήταν πολύ εργατικός και οι δυο όμως  συμπεριφέρονταν καλά σε μένα και στα αδέρφια μου. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα στη Φιλιαδώνα. Τα σπίτια του χωριού ήταν μικρά και οι οικογένειες μεγάλες. Υπήρχαν κήποι και δέντρα, πάρκα όμως και παιδικές χαρές δεν υπήρχαν. Οι κούνιες γίνονταν με τριχιές στα δέντρα. Οι δρόμοι ήταν από χώμα.
Είχα τρεις αδερφούς και μια αδερφή, με τους οποίους ποτέ δεν μάλωνα. Τον άντρα μου παντρεύτηκα με συνοικέσιο.
Στον καιρό μου τα αγόρια έβγαιναν ελεύθερα, ενώ τα κορίτσια δεν έβγαιναν καθόλου από το σπίτι. Όταν έλειπαν οι γονείς μου τα μικρότερα αδέρφια μου πρόσεχα εγώ, γιατί ήμουν η πιο μεγάλη. Δεν μας τιμωρούσαν ποτέ οι γονείς μας, γιατί δεν κάναμε και τίποτα, αφού δεν «κοτάγαμε», τους φοβόμασταν.


Β. Σχολική ζωή
Πήγα μέχρι τη δευτέρα Δημοτικού στο σχολείο της Φιλιαδώνας, κι αυτές τις δυο τάξεις από … έξι μέρες το χρόνο, γιατί φύλαγα τα μικρότερα αδέρφια μου. Το σχολείο ήταν στο κέντρο του χωριού. Ήταν πετρόχτιστο, τριθέσιο, με μεγάλο προαύλιο και τρεις μεγάλες αίθουσες. Το σχολείο είχε αρκετούς μαθητές και ήταν λίγο μακριά απ’ το σπίτι μου. Πήγα λίγες μέρες. Ο δάσκαλος με καλόπιανε, αλλά εγώ δεν ξαναπήγα, το αγαπούσα όμως το σχολείο.
Το σχολείο λειτουργούσε καθημερινά από τις 8:00 ως τις 12:30 και το απόγευμα απ’ τις 4:00 ως τις 6:00. Είχε τρεις αυστηρούς δασκάλους, η δασκάλα ήταν λίγο ζόρικη. Καλοί μαθητές θεωρούνταν αυτοί που διάβαζαν πολύ π.χ. οι αδελφοί Δημούλη Στέργιος και Θανάσης που έγιναν δικηγόρος ο πρώτος και γιατρός ο δεύτερος. Ξεχώρισαν επίσης οι αδελφές Βούλγαρη.
Είχαμε τετράδια με μολύβι και πλάκα με κοντύλι. Απ’ τα βιβλία μου δεν κράτησα κανένα. Στα διαλείμματα δεν τρώγαμε τίποτα, παίζαμε όμως κρυφτό, κακαρέτσια και παπαδάκο. Όλα τα χωριά είχαν τότε σχολείο και πήγαιναν σ’ αυτά όλα τα παιδιά, αλλά λίγα τελείωναν. Απ’ τη γειτονιά μου ήταν γύρω στα 10 παιδιά. Ντύνονταν πολύ φτωχά, αλλά καθαρά. Εγώ είχα μια τσάντα από ύφασμα κεντημένο με δυο χερουλάκια από πάνω.
Απ’ τους γονείς μου η μητέρα μου ήξερε να διαβάζει και να γράφει, ο πατέρας μου όχι. Εγώ θα ήθελα να σπουδάσω, τους γονείς μου όμως δεν τους ένοιαζε. Ήθελαν να τους βοηθάμε στα ζωντανά και στα χωράφια.


Γ. Παιχνίδια

Τα παιδιά του χωριού έπαιζαν σε ένα δασάκι πάνω απ’ το χωριό. Τα παιχνίδια τους ήταν : κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, κακαρέτσια (εφτάπετρο). Εγώ δεν έπαιξα ποτέ. Αγόρια και κορίτσια έπαιζαν χωριστά. Τα αγόρια έφτιαχναν και χαρταετό με χαρτί, κόλλα, ζυμάρι και καλάμια, κυνηγούσαν και πουλιά. Τα κορίτσια έφτιαχναν σπιτάκια με λουλούδια.


Δ. Άλλα ενδιαφέροντα

Βιβλία και ραδιόφωνο δεν είχαμε τότε. Τον ελεύθερο χρόνο μας έλεγαν παραμύθια οι γέροι. Τραγουδούσαμε και τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι πηγαίνοντας παρέες-παρέες και μας έδιναν αβγά, λεφτά και αμύγδαλα. Τα βράδια του χειμώνα είχαμε τα νυχτέρια.
Στην εκκλησία σπάνια πήγαινα, ήταν όμως πάντα γεμάτη, γιατί το χωριό είχε πολύ κόσμο. Οι νέοι ασχολούνταν και με τον αθλητισμό, έκαναν μπάνιο στο ποτάμι.
Αγαπημένο μου φαγητό ήταν το κατσιαμάκι και το καλαμπόκι με τσιγαρίθρες από γουρούνι.


Ε. Κοινωνική – Πολιτιστική ζωή

Διασκεδάζαμε στις γιορτές και στα πανηγύρια. Πανηγύρι γινόταν μια φορά το χρόνο στις 26 Ιουλίου. Χόρευαν στην πλατεία και τα όργανα (ο Κύρκος, ο Τζαμάρας, οι Καρπεταίοι) έπαιζαν δημοτικά τραγούδια, τσάμ’κα και συρτά.
Στο σπίτι γλεντούσαμε με γραμμόφωνο, βάζαμε δημοτικά και χασάπ’κα. Ωραίο τραγούδι ήταν το : «Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω στο πιο ψηλότερο βουνό …». Τις ονομαστικές μας γιορτές τις γιορτάζαμε με μεζέ και κρασί. Οικογενειακά γιορτάζαμε και το Πάσχα. Ψήναμε αρνιά και τη δεύτερη μέρα διασκεδάζαμε με όργανα. Τις Αποκριές πολλοί ντύνονταν μασκαράδες όλη τη νύχτα και περνούσαν από όλα τα σπίτια, έπιναν κρασιά και έτρωγαν μεζέδια ως το πρωί. Τις περιόδους της νηστείας νηστεύαμε, τρώγαμε ελιές, χαλβά, φασόλια και χόρτα.
Στις γιορτές φορούσαμε ρούχα που τα έφτιαχνε η μαμά μου μόνη της. Στον αργαλειό κεντούσε τα μάλλινα και φορούσε ποδιά και πόλκα κεντημένη. Οι γυναίκες φορούσαν και πολλά κοσμήματα, πατατίφια με χάντρες και σκουλαρίκια. Τα μαλλιά τους δεν τα έβαφαν, τα έκαναν κοτσίδες που έδεναν με κορδέλες. Φορούσαν μαντήλα και από πάνω πιπίλα ταντελοκεντημένη.
Δώρα δεν πηγαίναμε κατά τις επισκέψεις. Είχαμε όμως πολλές σχέσεις με όλους τους συγγενείς μας.
Πηγαίναμε και στο παζάρι της Λαμίας, καθώς και σ’ εκείνο του Δομοκού στις 21 Μαΐου, δεν πήγα όμως ποτέ στον κινηματογράφο.


Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή – Συνθήκες ζωής
Το πρωί τα παιδιά και οι γονείς ξυπνούσανε στις 6:00 και το βράδυ κοιμόμασταν στις 12:00 με 1:00. Ο παππούς και η γιαγιά έμεναν στο δικό τους σπίτι, αλλά κάθε μέρα τους βλέπαμε. Το σπίτι μας δεν είχε πολλά δωμάτια, γι’ αυτό μέναμε όλοι σε ένα.
Οι γυναίκες δεν έκαναν άλλες δουλειές από αυτές του σπιτιού.
Ο μπαμπάς δούλευε έξω στα χωράφια κι αυτός ψώνιζε στο μπακάλη πληρώνοντας με δραχμές.
Το χωριό μας είχε και δυο γιατρούς.
Από εκείνα τα χρόνια θυμάμαι και τους βομβαρδισμούς. Θυμάμαι ακόμη πως ήρθαν 4 Γερμανοί στον πάτο στο χωριό και πιάσαν ένα γέρο αντάρτη και τον σκότωσαν άδικα. Το μαθαίνει ο παπάς, που ήταν στη λειτουργία στην εκκλησία, άφησε τη λειτουργία, πήρε το όπλο και κυνήγησε τους Γερμανούς μέχρι το Δομοκό.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ


Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη