Το Σάββατο του Λαζάρου

Το Σάββατο του Λαζάρου

Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης

Έγερση του Λαζάρου, αδερφού της Μάρθας και της Μαρίας από τη Βηθανία, ήταν ένα από τα συμβολικότερα και ηχηρά θαύματα του Ιησού Χριστού. Ο Λάζαρος φέρεται ως φίλος του Ιησού, ο οποίος ασθένησε βαριά και πέθανε πριν ο Κύριος τον επισκεφθεί. Ο Χριστός έφτασε στην πόλη τέσσερις μέρες μετά α θάνατο του Λαζάρου, όπου συγκινήθηκε τόσο πολύ με το θρήνο και τον κοπετό των δύο αδελφών του, ώστε τον ανάστησε απευθύνοντάς του την φράση: «Λάζαρε, δεύρο έξω». Την ημέρα αυτή γιορτάζουμε κάθε χρόνο το Σάββατο του Λαζάρου, την παραμονή της Κυριακής των Βαΐων. Τα πολλά και ποικίλα έθιμα της ημέρας του Λαζάρου, μολονότι αυτά εξαφανίζονται με γοργούς ρυθμούς και σε πολλούς είναι σήμερα ολωσδιόλου άγνωστα, υπήρξαν κάποτε μέρος μιας γενικότερης λατρευτικής τελετουργίας με θεμελιακό ρόλο. Οι αγερμοί, τα κάλαντα, με το στοιχείο της μαγικής αποδίωξης του κακού (τα κτηνοτροφικά κουδούνια) ή με τη γυναικεία παρουσία (οι Λαζαρίνες), αναφέρονται στην επερχόμενη άνοιξη και στην ετοιμαζόμενη Πασχαλιά. Από το γεγονός αυτό, πιθανολογούμε πως τα έθιμα αυτά είναι κατάλοιπα των πανάρχαιων εορτών της Ανοίξεως. Η έγερση εκ νεκρών του Λαζάρου συμπίπτει με τον ερχομό της άνοιξης και την αναγέννηση της φύσης.
Σε πολλούς τόπους οι νοικοκυρές ζύμωναν και έψηναν την ημέρα ετούτη  για τα παιδιά (ντυμένα λαζαράκια ή λαζαρίνες), κουλουράκια ή ψωμάκια σαν ανθρωπάκια, ομορφοζυμωμένα με μέλι, καρύδια, σταφίδες, μύγδαλα, σουσάμι ή μπαχάρια διάφορα κι ότι άλλο ήθελαν, τα ονομαζόμενα κατά τόπους «Λαζαράκια» ή «Λαζόνια». Τα κουλουράκια αυτά, από ζύμη πλεγμένη σαν κοτσίδα, είχαν συνήθως το σχήμα σαβανωμένου ανθρώπου και παρίσταναν τον Λάζαρο.
Ανήμερα του Λαζάρου, αφού σχολούσε η εκκλησία, τα παιδιά το χωριού ξεκινούσαν όλα χωρισμένα σε παρέες, όσες και οι συνοικίες, μ’ ένα καλαθάκι και ξύλινους σταυρούς στα χέρια. Το καλαθάκι αυτό ήταν στολισμένο με λογής – λογής ανοιξιάτικα λουλούδια του αργού και του κήπου, όπως ίτσια, πασχαλιές και παπαρούνες. Σε κάποιες, κτηνοτροφικές περιοχές, τραγουδούσαν και μεγαλύτεροι, συνήθως άντρες, χτυπώντας μεγαλοκούδουνα, ενώ αλλού, όπως στην Αττική, κρατώντας διάφορα ομοιώματα του Λαζάρου, ξύλα τυλιγμένα με πανιά και στολισμένα με λουλούδια.
Στην περιοχή του Δομοκού το τραγούδι του Λαζάρου ήταν αποκλειστικό προνόμιο των κοριτσιών, όπως των αγοριών ήταν το «Σήμερα μαύρος ουρανός» της Μεγάλης Παρασκευής. Οι παρέα άρχιζε με τη σειρά τα σπίτια κι αφού έμπαιναν όλοι από την αυλόπορτα, τραγουδούσαν το τραγούδι του Λαζάρου, με διάφορες παραλλαγές σε κάθε τόπο και περιοχή. Σαν τέλειωναν, η σπιτονοικοκυρά τους φίλευε συνήθως ένα-δυο αυγά, συνήθως άσπρα, τα οποία συγκέντρωναν και μοιραζόντουσαν.
Σε κάποια χωριά ο δάσκαλος συγκέντρωνε τ’ αυγά και τα πουλούσε, μαζεύοντας ένα χρηματικό ποσό που φύλαγε στο σχολικό ταμείο. Σπανιότερα ο μποναμάς ήταν λίγες πενταροδεκάρες ή δραχμές και μερικά τσάγαλα (μύγδαλα), τσαπέλες σύκα (λιαστά, ξερά), σταφίδες και κουκόσιες (καρύδια). Το πρώτο μέρος των τραγουδιών αφορά στο ιστορικό της γιορτής και το δεύτερο σε ευχές, οικογενειακά παινέματα και εγκωμιαστικά σχόλια, ενώ δεν λείπει συνήθως και η ζήτηση φιλοδωρήματος. Όλα τα τραγούδια αυτά τραγουδιόνταν πάνω σε ίδιο, μονότονο σκοπό, ρυθμικά και αλέγρα. Σε πολλές περιοχές το τραγούδια τραγουδιέται μόνο σε φιλικά σπίτια, καθώς η πράξη της ανάστασης του Λαζάρου θεωρείται ως μια φιλική χειρονομία του Χριστού και γι αυτό η μέρα αυτή  πρέπει να αφιερώνεται μόνο σε φίλους. Στη Φιλιαδώνα, όσες μητέρες είχαν οικονομική άνεση, έραβαν από νωρίς καινούρια φουστάνια και παρδαλές ποδιές με μεγάλες τσέπες, για να χωρούν τα καλούδια. Τα κοριτσάκια προσχολικής ηλικίας τραγουδούσαν: «Καλημέρα σας Βαβά (ή Ήρθε ο Λάζαρος Βαβά) το κοφνάκι μ’ θέλει αυγά, η τσεπούλα μ’ κουκοσούλες, το χεράκι μ’ πενταρούλες».

Τραγούδια του Λαζάρου


Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε κι ο άγρυπνος στις κορασίδες.
Κορασίδες μου σταυρό σταθείτε για ν’ ακούσετε λαζαροπάτια.
-Πού 'σουν Λάζαρε, πού 'σουν καλέ μου πού 'σουν τρίκλωνε βασιλικέ μου;
-Ήμουνα στη γη βαθειά χωμένος και με τους νεκρούς παραχωμένος. Μέρες τέσσερες ήμουν στον Άδη, στο φαρμακερό πικρό σκοτάδι.

 Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, ήρθε κι ο άγρυπνος της κορασίδας.
Κορασίτσες μου σταυροσταθείτε, παλικάρια μου τριγύρω-γύρω, για ν’ακούσετε Λαζάρου πάθη.
- Πού ήσουν Λάζαρε, πού ήσουν 'δερφέ μου, πού ήσουν τρίκλωνε βασιλικέ μου; - Ήμουνα στη γη θαμμένος, τρεις μερούλες πεθαμένος.
Να μου ρίχνανε λίνο νεράκι, τι είν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι, το χειλάκι μου γαρυφαλάκι.
-Σήκω Λάζαρε, σήκω ‘δερφέ μου, σήκω τρίκλωνε βασιλικέ μου, τώρα 'μέρα σου, τώρα χαρά σου, τώρα που 'ρθαμε στην αφεντιά σου.

Ήρθε ο Λάζαρος, Ήρθαν τα Βάγια,
Ήρθε ο άγρυπνος της κορασίδας..
Η καλαθούνα μου θέλει αυγά και η τσέπη μου καρύδια
Και το δεξί μου χέρι, θέλει πέντε παράδες…

Καλώς μας ηύρε ο Λάζαρος και τώρα και του χρόνου
Με την καλή την Πασχαλιά, με τον καλό το λόγο.
Εδώ μας είπαν κι ήρθαμαν στ’ αφέντη μας το σπίτι,
κι αφέντης μας δεν είν’ εδώ μόν’ είναι η κυρά μας.
Κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια,
κυρά μ’ όταν στολίζεσαι και βάνεις τα χρυσά σου,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι κύκλο
βάνεις και τον αυγερινό καθάριο δαχτυλίδι.
Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνι,
διψά και μένα ο γρίβας μου για πράσινο χορτάρι!

Καλό σας εύρη ο Λάζαρος, χίλια καλά σας εύρουν
Με τ' άσπρα με τα κόκκινα, τα όμορφα λουλούδια
Τρεις μερούλες πεθαμένος, την τέταρτη αναστημένος
Κι ο Χριστός τόνε προστάζει, έβγα Λάζαρ’απ' τον Άδη
Την πασχαλιά και τη Λαμπρή, την καλοκαρδισμένητο
Σάββατο στολίζεσαι να πας να πάρεις βάϊα Ζευγίτες όταν κίνησαν, να πάν να πρωτοσπείρουν
Στη στράτα ρόδια έσπερναν και στο χωράφι στάρι
Μυρμήγκια τα κοπάδια σας, σαν τα μελίσσια βάζουν (βουίζουν)
Σαν το μελισσοχόρταρο, ευωδιάζουν τα μαντριά σας

 Καλημέρα σας, καλή χρονιά σας, καλώς ήρθαμε στ’ αρχοντικά σας.
Να τραγδήσουμε, το Λάζαρο μας, του Χριστού τον αδερφοποιτό μας.
-Πού ‘σουν Λάζαρε, που ‘σαν καλέ μου, πούσαν τρίκλωνε βασιλικέ μου.
- Ήμαν πέντε μέρες, μεσ’ τον Άδη, μέσα στο βαθύ σκοτάδι.
Να ‘μουν λεμονιά, να ‘μουν λεμόνι, να με φύτευαν σε περιβόλι.
Να μου ρίχνανε, λίγο νεράκι, πουν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι.

Εις την πόλη Βηθανία κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία.
Κλαίνε για τον αδερφό τους το Μεγάλο γκαρδιακό τους.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσανκαι τόνε μοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτηκίνησε ο Χριστός για νάρθει.
Αν ήσουν εδώ Χριστέ μου δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου.
Δεν θα πέθαινε ο αδερφός μουκαι ο φίλος ο δικός σου.
Άντε Μάρθα και Μαρία πάμε κάτω στα Μνημεία.
Που τον έχουνε θαμμένο και με τα κεριά ζωμένο.

Άγιο Λάζαρε, καλή ώρα αφέντη
τώρα ή ώρα σου τώρα αυγή σου

τώρα λάλησε πουλί κι αηδόνι
αντικρίθηκε το χελιδόνι
παλληκάργια μου σταυρών σταθήτε
να τιμήσωμε καλών αφέντη
και καλή κυρά καμαρωμένη

Ήρθ, ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα,

όλοι τρέξατε στην εκκλησία,
για να μάθετε Χριστού βιβλία.
Ήρθε το κλειδί της εβδομάδας,
ήρθε κι ο υιός της Παναγίας
κι ο Αφέντης μας της μακαρίας.

Καλημέρα σας καλή χρονιά σας
Καλώς σας ηύραμεν την αφεντιά σας

Κάπου λάλησε πουλί κι αηδόνι
Κι απλοήθηκε το χελιδόνι
Δό μου μπάλσαμο δό μου λεημόνι
Να με φυτέψουν στα περιβόλια
Στ αρχοντόσπιτα τα τιμημένα
Που μοσχοβολούν νύχτα και μέραν
Ήρθ’ ο Λάζαρος ήρθαν τα βάια
Ήρθε κι ο γιός της Παναγίας
Μάρτα χαίρεται προυπαντάει
Σκύβει χαιρετάει και προσκυνάει
Φέντ’ ο Λάζαρος έψες εχάθη
Και με τους νεκρούς στη γης εβάλθη
Λυπήσου με την λυπημένη
Σπλαχνίζου με την σπλαχνισμένη
Κι ανάστησόν μου τον αδελφό μου
Τον νικίτα μου τον καρδιακό μου
Και άλλα πολλ’ ηθέλομε Άρχοντες να σας ειπούμε
Χρόνους πολλούς και ευτυχούς
 Και από χρόνια!
Arnold Passow, 1860

Καλιωρίτσα σας καλή βραδειά σας
ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάϊα

ήρθε αυγερινός των κορασίδων
Σταθήτε παλληκάργια τρογύρω να τιμήσωμε
καλών αφέντη και καλή κυρά καμαρωμένη
Αφέντη μ αφεντάκι μου πέντε βολαίς αφέντη
πέντε βολαίς αφέντεψες και πάλ ιν αφέντης είσαι
πέντε ντε κρατούν τη μουλά σου και πέντε καλλιγώνουν
οι άλλοι πέντε παρακαλούν αφέντη καβαλλίκα
στο σέλλινο - ξεσέλλινο στο κάλλιο το μουλάρι
τέσσερα το πέταλο ασήμι και λογάρι
στα είκοσι τέσσερα καρφιά σπυρί μαργαριτάριν
ομπρός από τη σέλλα του ο Ήλιος ανατέλλει
ανάμεσα ς τη σέλλα του πατεί και βασιλεύει
τρεις φραγκοπούλας παίζουνε και ψιλοτραγοδούνε
παίζοντας διανεύοντας για που κοιμήθηκε αφέντης
γιά σήκου σήκου αφέντη μου και μή βαργά κοιμάσαι
η μια σου πήρε τάσπρα σου κι ή άλλη τα φλωργιά σου
κι ή τρίτη ή καλλίτερη σού πήρε το μουλάρι
Πολλά είπαμεν του αφεντός ας πούμε και της κυράς μας
Κυρά ψηλή κυρά λιχνη κυρά μαλαματένια να πας στην εκκλησιά
να βρης τον Ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι κύκλο
να βρής και τον αυγερινο πού κούεται στη δύσι
στη δύση και τη σεργιά από τη σεργιά και τημ πόλι
τημ πόλη και τη παράπολι μέσ’ τη μεγάλη πόλι
πολλά είπαμεν και της κυράς ας πούμε των παιδιώνε
«Καλότυχη κα συ κυρά με τους ογυιούς οπώχεις»
- Καλότυχη κι εγώ κυρά με τους ογυιούς οπώχω
και για ποιο μου λέτε κάλλια
για τούτο το μικρότερο το πολυθιαμαχτάρι…

Σάββατο του Λαζάρου, 11/4/2020

 Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com

Βιβλιογραφία:
  • Άρνοττ, Μάργκαρετ, Σάββατο του Λαζάρου, στο: Περιοδικό Νέα Εστία, Τεύχος 692, Αθήνα Μάιος 1956, σ.σ. 562-566.
  • Σαραλής, Γιάννης, Τα τραγούδια του Λαζάρου, στο: Περιοδικό Νέα Εστία, Τεύχος 201, Αθήνα Μάιος 1935, σ.σ. 432-433.


Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη