Η λίμνη Ξυνιάδα: Ένας παράδεισος που χάθηκε…
Γράφει ο Δημήτρης Καρέλης*
Copyright © 2024
Η λίμνη Ξυνιάς
βρισκόταν σε υψόμετρο 463 μέτρων και η έκταση που κάλυπταν τα πρασινογάλαζα
νερά της το χειμώνα, όταν η στάθμη τους έφτανε στο ανώτατο ύψος, ήταν περίπου
33.000 στρέμματα εκ των οποίων τα 5.000 περίπου ήταν βάλτος. Είχε
σχήμα ελλειψοειδές με τον μεγάλο άξονα μήκους 7 χιλ. περίπου, βαίνοντα
νοτιοανατολικά.
Τα νερά της λίμνης ήταν στο μέγιστο ποσοστό τους βρόχινα
και προέρχονταν από την ευρύτερη λεκάνη απορροής του οροπεδίου της Ξυνιάδας και
έφταναν στο ανώτερο βάθος τους τα δέκα περίπου μέτρα.
Tα νερά που
υπερχείλιζαν από τη λίμνη έφευγαν από το βορειοδυτικό άκρο της μέσω του
χειμάρρου Μπαμπαλή (Πενταμύλη) προς
τον Ονόχωνα (Σοφαδίτικο) παραπόταμο
του Πηνειού. Η φύση είχε ευνοήσει την Ξυνιάδα όχι μόνο με σπουδαία δομικά
γνωρίσματα και λειτουργίες. Την είχε επίσης τοποθετήσει σε άκρως στρατηγική
θέση της Ανατολικής Μεσογείου και της Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης.
Βαρκάδα στα δυτικά της Λίμνης Ξυνιάδας |
Η λίμνη
Ξυνιάδα δημιουργήθηκε πιθανώς από τεκτονικό βύθισμα, αναφέρεται δε από τον
Ηρόδοτο και τον Απολλώνιο τον Ρόδιο.
Το όνομά της
οφείλει πιθανότατα στην μικρή ομώνυμη πόλη που υπήρχε κατά την αρχαιότητα πάνω
στην μικρή νησίδα που βρίσκονταν στην Νοτιοανατολική όχθη της, κατ’ άλλους δε
στη λέξη «Κοινή» αρχαϊκώς «Ξοινή» επειδή βρισκόταν στο μεταίχμιο
της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας.
Άλλοι αποδίδουν το όνομά της στις Ξυνίες
Νύμφες που κατά την λαϊκή παράδοση κατέβαιναν από τα γειτονικά βουνά για να
λούσουν τα μακριά τους μαλλιά. Ακόμα ο «μυθοπλάστης» λαός αποδίδει το όνομά της
σε μια κοπέλα, την Ξυνιά, που
πηγαίνοντας για νερό από τη βρύση λησμόνησε να την κλείσει κι έτσι
δημιουργήθηκε η λίμνη!
Μια γενική
περιγραφή της περιοχής της λίμνης Ξυνιάδας μας παραδίδει και ο δόκτωρ Χένρυ
Χόλλαντ, περιηγητής στην Ελλάδα κατά το 1812-1813: «Όπως με πληροφόρησαν οι οδηγοί μου η περιοχή ήταν ιδιοκτησία του Αλή
Πασά. Το τοπίο εδώ θα ήταν ευχάριστο, αν δεν έλειπαν τα δάση, η έλλειψη των
οποίων χαρακτηρίζει όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα. Δεν γνωρίζω να αναφέρεται από
κάποιον αρχαίο συγγραφέα αυτή η λίμνη και από τη θέση της σε ψηλό σημείο τα
νερά, που τώρα συγκεντρώνονται εδώ, στο παρελθόν ίσως να μεταφέρθηκαν με
τεχνητά μέσα. Η πεδιάδα, όπου βρίσκεται η λίμνη, βρίσκεται στο ίδιο περίπου
επίπεδο και μόνο ένα μικρό μέρος της φαίνεται να καλλιεργείται, αλλά παρέχει
βοσκή στα μεγάλα κοπάδια των προβάτων. Στα βόρεια βρίσκεται άλλη μια λοφοσειρά
μικρού ύψους, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επίσης τμήμα της
οροσειράς της Όθρυος. Στην πλαγιά τους βρίσκεται μια μικρή πόλη, το Αβράχι
(Ομβριακή), η οποία κατοικείται από γεωργούς και βοσκούς και είναι ιδιοκτησία
του Βελή Πασά» (μετ. Γ. Καραβίτης).
Σημαντική
είναι και η αναφορά του Γερμανού περιηγητή Φρίντριχ Στάλιν
στη λίμνη Ξυνιάδα, την οποία επισκέφθηκε γύρω στα 1910: «Νότια του Ξεροβουνίου βρίσκεται μια ρηγματώδης λεκάνη στην Όθρη, η
οποία καλύπτεται από μια μεγάλη αλλά αβαθή λίμνη (6,5 χλμ. διάμετρος, 5,25 μ.
βάθος και 463 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας). Τώρα ονομάζεται είτε
λόγω της τοποθεσίας Δαουκλί (σχολ. Στεφ. Βυζ. στη λέξη Δαυκλί από το
Δαυκί=καρότο και –λι, τουρκική παραγωγική συλλαβή), είτε Νεζερός, στην
αρχαιότητα δε ονομαζόταν από την παρακείμενη πόλη Ξυνίαι, λίμνη Ξυνιάς. Το
πρασινοκίτρινο νερό της είναι πολύ ζεστό και πλούσιο σε ψάρια, επικαλύπτει δε
όλες τις πέτρες με μια γλιστερή λάσπη. Η απορροή της γίνεται στα δυτικά μέσω
του Πενταμύλη. Η λεκάνη αυτή της λίμνης με τον περίγυρο των βουνών, ο οποίος
μένει ανοικτός μόνο ανατολικά, σχηματίζει μια ενότητα», (Fridrich Stahlin,
«Αρχαία Θεσσαλία», 2002).
Η λίμνη είχε
τόσο πλούσια ορνιθοπανίδα και οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Ταουκλί (ορνιθότοπο, ταούκ= όρνιθα) από τις
πολλές νερόκοτες, αλλά και Δερελί-Γκιόλ (λίμνη). Πολλοί ξένοι περιηγητές
των προηγούμενων αιώνων αναφέρουν την λίμνη Ξυνιά ως Βοίβη, Βοιβοιίδα, Βοιβαΐδα ή
Βυβαΐδα. Η λίμνη ονομαζόταν επίσης «Νεζερός»
ή «Οζερός», όνομα που έχει σλαβική
προέλευση, καθώς «Οζέρο» είναι σλαβική λέξη που σημαίνει λίμνη.
Από το Νικόλαο
Μάγνητα το έτος 1848 αναφέρεται ως η τέταρτη λίμνη της Θεσσαλίας: «…Ξυνιάς νυν Τασουκλή ή Δαουκλή καλουμένη,
μικρά μεν, τρέφουσα όμως πολλά και
εξαίρετα είδη ιχθύων, κείται εν τη χώρα των Φερσάλων».
Απαράμιλλη και
μαγευτική ήταν όμως η θέα και η ομορφιά τη λίμνης. Ο Δημήτριος Κουτσουλέλος
γράφει: «Εξαίσια και πανοραμική ήταν απ’
την οροθετική γραμμή (σημ. από την Όθρη) και η θέα της λίμνης. Ο ομιλών θυμάται
με νοσταλγία και συγκίνηση, το πολύωρο αγνάντεμά της, στα μαθητικά του χρόνια,
νιώθοντας ιδιαίτερη ψυχική ικανοποίηση. Εκτεινόμενη σε 30.000 στρέμματα,
μοναδική στην Ελλάδα, καμάρι και στολίδι του τόπου, ένας παμμέγιστος καθρέφτης,
λαμπερός και αστραφτερός, στο μάλαμα και στο ασήμι, μια υδάτινη ομορφιά,
απόλαυση των αισθήσεων, χαριέσσα και σκιρτώσα, θαλερή και ωραία, νεράιδα των
νερών, πανέμορφη παρθένος στη θαλασσογάλανη λίμνη της, εχρύσιζε πάμφωτη σε μια
ονειρευτή γαλήνη κι άφταστη μακαριότητα. Μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ, στην οποία
κολυμπούσαν η ψυχή και το πνεύμα…»!!!
Εντός της
λίμνης προς την Ν.Α. όχθη της υπήρχαν δύο νησάκια και στο μεγαλύτερο από αυτά
που είχε ύψος περί τα 100 μ. πάνω από την επιφάνεια της λίμνης, όπου υπάρχουν
και σήμερα τα ερείπια των τειχών ττης Ακρόπολης αρχαίων Ξυνιών, μυκηναϊκής
εποχής. Το αρχαίο τείχος έχει καλυφθεί σε κάποια σημεία με βυζαντινή οχύρωση η
οποία κατά τον μεσαίωνα χρησίμευε και για την προστασία του Φεουδάρχη. Βαθιά
τάφρος χώριζε την νησίδα από την ξηρά με την οποία επικοινωνούσε μέσω στενού
πέτρινου διαδρόμου (καλντερίμι) και ξύλινης γέφυρας στη θέση της οποίας κατά
τον μεσαίωνα υπήρχε η «κινητή γέφυρα» που προάσπιζε την είσοδο του φρουρίου και
επέτρεπε την επικοινωνία με την ξηρά.
Η λίμνη
Ξυνιάδα με τα δροσερά νερά της, πρόσφερε τα πολύτιμα αγαθά της κυρίως στους
κατοίκους των παραλίμνιων χωριών αλλά και σ’ όλους τους κατοίκους της ευρύτερης
περιοχής, ειδικά δε σε περιόδους κρίσεων, πολέμων και πείνας, ήταν ανεξάντλητη
πηγή τροφής για όλη την περιοχή. Άφθονη, υγιεινή και εκλεκτή τροφή την οποία
κανείς δεν την στερούταν. Για όσους ταξίδευαν για πρώτη φορά με το τραίνο για
την Αθήνα ή Θεσσαλονίκη όταν έφθαναν στο σιδηροδρομικό σταθμό Αγγειών ή
Καλλιπεύκης ξετυλιγόταν μπροστά τους μία
ευχάριστη έκπληξη και διερώτονταν ποια θάλασσα είναι αυτή, τι ωραίο θέαμα, τι
όμορφη λίμνη...!
Η λίμνη στο
μεγαλύτερο μέρος της ήταν ολοκάθαρη, χωρίς βάλτους και καλάμια, τα οποία
περιορίζονταν κυρίως στις περιοχές της Ξυνιάδας, της Κορομηλιάς αλλά και ένα
μέρος της Παναγιάς.
Στην περιοχή
του Αγίου Δημητρίου προς την Ομβριακή, κάτω απ’ το σημερινό Στρατόπεδο, υπήρχε
κανονική παραλία με αμμουδιά, όμως πολλοί άνθρωποι χάθηκαν σε δίνες που
δημιουργούσε η πίεση του νερού. Τραγικό θύμα μιας τέτοιας δίνης υπήρξε στα μέσα
της δεκαετίας του 1930 και ο νεαρός αδελφός του μπάρμπα Κώστα Νούκου από την
Ομβριακή, όπως και πολλοί άλλοι ανυποψίαστοι κολυμβητές, καθώς, όπως αναφέρει
με παράπονο ο μπάρμπα Κώστας, κανείς από τις τοπικές αρχές δεν ενδιαφέρθηκε να
σημαδέψει με ειδικές σημαδούρες τις δίνες αυτές καίτοι ήταν γνωστές στους
ψαράδες και εύκολο να εντοπιστούν.
Το χειμώνα, με
τα κρύα και τις παγωνιές, η επιφάνεια της λίμνης πάγωνε πολύ, στο μεγάλο ψύχος
πάγωνε σε πολύ μεγαλύτερο βάθος κι όταν
χιόνιζε ή ήταν παγωμένη, τότε δεν ξεχώριζε διόλου από ένα χιονισμένο
χέρσο τοπίο.
Κατά την
παράδοση Τούρκος αξιωματικός ανήμερα της εορτής του Αγίου Στεφάνου (27
Δεκεμβρίου) πέρασε νύχτα με τα στρατεύματα του πάνω από την χιονισμένη,
παγωμένη και ομιχλώδη λίμνη, χωρίς να το ξέρει και χωρίς να βουλιάξει σ’ αυτή.
Όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, έχτισε εκκλησία στη μνήμη του Αγίου Στεφάνου από
την οποία πήρε το όνομα και το χωριό, τότε Νεζερός.
Μπορούμε να
φανταστούμε πως η Ξυνιάδα λίμνη ήταν το στολίδι της περιοχής μας, με την
ομορφιά του πρασινογάλαζου τοπίου, τις βάρκες με τους ψαράδες της που την
«όργωναν» καθημερινά στον αγώνα για την επιβίωση και το νησάκι της με το
επιβλητικό κάστρο των αρχαίων Ξυνιών. Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί πολλές καθαρές
φωτογραφίες της λίμνης, καθώς πάνω στη σπουδή της αποξήρανσής της, δεν
θεωρήθηκε σημαντικό να υπάρξουν στοιχεία για την ύπαρξή της.
Η βιοποικιλότητα της λίμνης
Η τούρνα |
Το ζεστά πρασινογάλαζα νερά της
λίμνης φιλοξενούσαν πλήθος και ποικιλία ψαριών, όπως επίσης πτηνών και
θηλαστικών υπό εξαφάνιση σήμερα όπως η βίδρα (ενυδρίδα). Πολλά είδη υδρόβιων
πτηνών όπως κύκνοι, πελεκάνοι, ψαροφάγοι, νερόκοτες, πάπιες, χήνες,
μπεκατσίνια, φαλαρίδες και δεκάδες άλλα είδη υδρόβιων, ημεδαπών αλλά και
μεταναστευτικών πουλιών, διαβιούσαν κυρίως τους χειμερινούς μήνες στην λίμνη Ξυνιάδα.
Τα κυριότερα
είδη ψαριών με τα οποία ήταν εμπλουτισμένη η λίμνη ήταν, οι ουγγλιές, μικρά
ψαράκια σαν τη μαρίδα της θάλασσας, οι πλατίτσες,
που έμοιαζαν με τις γόπες της θάλασσας, οι χάνοι, που ήταν ανώτεροι από τα
θαλασσινά μπαρμπούνια, γίνονταν ψητοί, τηγανιστοί ή βραστοί, τα γλίνια, που είχαν χρώμα χρυσοκίτρινο,
ήταν παχιά, μεγάλα, σχεδόν χωρίς αγκάθια, οι τούρνες, ήταν μεγάλα ψάρια μέχρι έξι κιλά περίπου, περίπου σαν το λούτσο της θάλασσας.
Οι ψαράδες
όταν γύριζαν το βράδυ στα σπίτια τους, καβάλα στα άλογά τους, κρεμούσαν τις
τούρνες από τα κουτσάκια των σαμαριών και οι ουρές τους σχεδόν ακουμπούσαν στο
έδαφος. Τα χέλια, ήταν νοστιμότατα και πολύ ακριβά. Τα κυπρίνια, ήταν λίγα αλλά
εξαιρετικής ποιότητας και νοστιμιάς. Είχε και άλλα ακόμη είδη ψαριών αλλά
υποδεέστερης αξίας. Ο Αποστολίδης (1892) αναφέρει την παρουσία στους ποταμούς
της Θεσσαλίας και την Ξυνιάδα λίμνη, ενός σπάνιου χελιού, του είδους Lota lota ή bubbo (παχύχελο). Αυτό
όμως θεωρείται απίθανο κατά τον Στεφανίδη (1950), ο όποιος εξερεύνησε την
περιοχή.
Το 1805 ο
περιηγητής Αργύρης Φιλιππίδης, απ' τις Μηλιές του Πηλίου, που επισκέφθηκε την
περιοχή της λίμνης, σ’ ένα άριστο οδοιπορικό κείμενο αναφέρει: «…Εμβαίνοντας μέσα εις τον κάμπον του
Νεζιρού, αφήνεις αριστερά σου την λίμνη, αύτη η λίμνη βγάζει ψάρια χρονικώς,
την δουλεύουν τα πέριξ χωρία. Ευγάνει γολιανούς, ευγάνει τούρνες ωραιότατες
ευρίσκεις από δύο οκάδες τες πέντε και ως εννέα, ευγάνει και μικρά, πλατύτζαις πλήθος.
Τον χειμώνα ευγαίνουν πάρα πολλά. Εδώ έρχονταν τον χειμώνα πλήθος πάπιες και
χήνες και άλλα. Όμως δεν τα κυνηγούν, ωσάν την Κάρλα. Αριστερά της λίμνης είναι
το Νταουκλί. Έχει ως πενήντα σπίτια χριστιανών. Υπόκειται και αυτό υπό τον
Θαυμακού και εις τα Φάρσαλα. Ζουν οι εγκάτοικοι με την γεωργικήν και
αλιευτικήν, επειδή είναι πλησίον της λίμνης. Είναι άνθρωποι, πού βλέπουν την
δουλίαν τους (= εργασία) με προθυμίαν. Πλησίον αυτού αριστερά είναι το χωρίον
Παλαμά. Έχει ως σαράντα σπίτια χριστιανών. Ζουν και αυτοί με την γεωργικήν και
την αλιευτικήν. Υπόκειται και αυτό υπό τον Θαυμακού, εις δε την εξουσίαν από τα
Φάρσαλα, είναι όμως άνθρωποι φιλάνθρωποι, όλα τα χωρία, όπου είναι εδώ εις την
λίμνην, δουλεύουν όμως ωσάν Καλβίνοι, δεν κάθονται διόλου αργοί» (ομοίως
αναφέρει και για τους κατοίκους Παναγιάς και Ομβριακής).
Είχα την
πραγματικά μοναδική εμπειρία να ακούσω από πρώτο χέρι για τη ζωή στη λίμνη
Ξυνιάδα, από τον μοναδικό ίσως εν’ ζωή ψαρά της λίμνης, τον μπάρμπα-Κώστα Νούκο
από την Ομβριακή, ενενήντα οκτώ ετών σήμερα (2012). Ο μπάρμπα Κώστας ήταν ένας από τους πολλούς και ονομαστούς
ψαράδες στην λίμνη Ξυνιάδα. Μας διηγήθηκε με το δικό του μοναδικό και γλαφυρό
τρόπο για τη ζωή και τη βιοποικιλότητα
της λίμνης, τον τρόπο ψαρέματος, τις οκάδες ψάρια που έβγαζε και τα
χρήματα που άφηνε στον τόπο αλλά και στο Ελληνικό Δημόσιο, λόγω φόρων.
«Τα κύρια εργαλεία ψαρέματος ήταν δύο»,
μας λέει, «οι Μακαράδες» με διακόσια
πενήντα μέτρα τριχιές και γρύπια, πανιά δηλαδή και δίχτυα». Οι «Μακαράδες» ήταν δύο ζευγάρια βάρκες που
δούλευαν μαζί απλώνοντας τα «γρύπια»
που είχαν πανιά από κάτω για να εγκλωβίζουν τα ψάρια και φελλούς από πάνω για
να επιπλέουν. Άπλωναν λοιπόν οι εργάτες τα δίχτυα τους και κατόπιν οι
καπεταναίοι ψαράδες, με περίτεχνη κυκλική κίνηση εγκλώβιζαν εκατοντάδες οκάδες
ψάρια σ’ αυτά. Στους μακαράδες
δούλευαν δεκάξι εργάτες και τέσσερις καπεταναίοι. Υπήρχαν ακόμη οι τράτες,
βάρκες που δούλευαν οι ψαράδες μόνοι τους απλώνοντας και μαζεύοντας με
διαφορετικό τρόπο τα δίχτυα τους, περίπου όπως αυτές της ανοιχτής θάλασσας. Οι
τράτες δεν συναγωνίζονταν σε απόδοση τους μακαράδες,
παρότι έπιαναν κι αυτές περίπου πεντακόσια κιλά ψάρια την ημέρα. Οι βάρκες των
«μακαράδων» και οι τράτες ήταν με καρίνα και ψάρευαν στα βαθιά προς το κέντρο
της λίμνης. Υπήρχαν όμως και μικρότερα βαρκάκια χωρίς καρίνα, ίσια από κάτω, με
τα οποία οι ψαράδες ψάρευαν στα αβαθή και στις βαλτώδεις περιοχές της λίμνης.
«Ο γιαλός μας έδινε περίπου 15.000 οκάδες
ψάρια το χρόνο», συνεχίζει ο μπάρμπα – Κώστας. «Κάθε είδος ψαριών ζούσε σε
διαφορετικό μέρος της λίμνης. Τα κίτρινα γλήνια, μεγάλα ως και τέσσερις οκάδες
ψάρια, με πολύ καλό νόστιμο κρέας, ανώτερο και από το αρνί καθώς η τιμή τους
ήταν διπλάσια, διαβιούσε προς την περιοχή της Ξυνιάδας, οι τσιρνίτσες, μικρό
και χοντρό ψάρι με κρέας μόνο στην πλάτη και την κοιλιά αλλά νόστιμο, ζούσαν
προς την περιοχή του Περιβολίου, οι πλατίτσες προς την περιοχή της Παναγιάς, τα
ογκλιά ζούσαν στις βαλτώδεις περιοχές της λίμνης, στην περιοχή της Ξυνιάδας και
της Παναγιάς και ψαρεύονταν μόνο από τις καλύβες που είχαν στήσει οι ψαράδες
μέσα στο νερό και οι τεράστιες, ως και τριάντα οκάδες τούρνες, ψάρια μεγάλα σαν
καρχαρίες αλλά πολύ νόστιμα, ζούσαν στην περιοχή του Νεζερού και της Κορομηλιάς
κοντά στο νησί στα βαθύτερα νερά».
«Οι τούρνες
είχαν μεγάλο κεφάλι σαν του βοδιού», λέει ο μπάρμπα – Κώστας ο Νούκος, «Σίγουρα
κάποιες απ’ αυτές θα μπορούσαν και καταπιούν άνθρωπο!». Η τούρνα είναι ψάρι με
μακρύ, κυλινδρικό σώμα και κεφάλι που καταλήγει σε χαρακτηριστικό ρύγχος, όμοιο
με το ράμφος της πάπιας. Η τούρνα φθάνει συνήθως τα 50-70 εκατοστά και βάρος τα
2-3 κιλά. Στην κεντρική Ευρώπη αναφέρονται συχνά αλιεύσεις θηλυκών ψαριών με
μήκος 1,5 μέτρο και βάρος 35 κιλά.
Οι λιμναίες
καλύβες ήταν κατασκευασμένες με τον αρχέγονο τρόπο, με μεγάλους πασσάλους μπηγμένους
βαθιά στο βυθό της λίμνης και περίπου ογδόντα πόντους έξω από το νερό υπήρχε η
εξέδρα, πάλι από κορμούς βαλμένους πλάι-πλάι και πάνω απ’ αυτούς καλάμια και
ραγάζια από το βάλτο.
Από το ίδιο
υλικό κατασκευάζονταν και οι κωνικές καλύβες, όμοιες με κείνες των
Σαρακατσαναίων, γνωστές ως «Άστες». Από κει ψάρευαν μόνο τα ογκλιά, είδος
ψαριού που ζούσε στα αβαθή νερά των βάλτων, με αγκίστρια και δολώματα αλλά και
καμάκια. Με καμάκι και αγκίστρι ψάρευαν και τα περισσότερα από τα άλλα είδη
ψαριών της λίμνης, ακόμα και τις τεράστιες τούρνες, οι μεμονωμένοι ψαράδες της
λίμνης Ξυνιάδας. Το ψάρεμα γινόταν συνήθως νύχτα με καμάκι ή δίχτυα. Για το
ψάρεμα μέσα στη νύχτα χρησιμοποιούσαν τις «φωτήλες», πανί δεμένο σε κοντάρι
βουτηγμένο σε ρετσίνι. Τα τελευταία χρόνια τις «φωτήλες» αντικατέστησαν οι
λάμπες ασετιλίνης ή «λούξ».
Γλήνι |
Ο Κώστας
Σακελαρίου από την Ομβριακή, γεννημένος το 1912 μας πληροφορεί: «…Ψάρια που έβγαζε η λίμνη ήταν τα γλήνια ένα
είδος όπως ο χρυσός, οι τούρνες ένα είδος μεγάλο, τα χανιά, άλλο είδος τα
χέλια, οι πλατίτσες που λέγανε και πελεκούδες είδος που έφτανε το ένα κιλό.
Ακόμη τσερνίτσες, ο τόνος, η σαρδέλα, τα κυπρίνια, όλα νοστιμότατα!!! ...Στη
λίμνη ζούσανε πολλά είδη πουλιών όπως πάπιες δύο με τρία είδη, αγριόχηνες
μεγάλες, νερόκοτες, κασιαρίνες κάτι μεγάλα πουλιά, ένα είδος τσούχτια τα
λέγανε, ακόμη ψαροφάγοι, κορυδαλλοί, μπικαστόνια (μπεκατσίνια), μαυροπούλια,
τυμπανάρια, βίδρες, βουτηχτάδες… Υπήρχε και δεύτερη αποβάθρα στην τοποθεσία
«Ξέχυμα» εκεί ήταν η μεγαλύτερη «Βουλή Αμμουδιά», έτσι το λέγαμε, εκεί
πηγαίναμε και κολυμπούσαμε… καθώς η λίμνη με 8,5-9 μέτρα στο κέντρο, είχε
κατακάθαρα νερά».
Πόσος λαός
χόρταινε τροφή πλούσια, άφθονη και θρεπτική! Πόσα χέρια έβρισκαν δουλειά.
Θυμάμαι που ασπροβόλησε ο τόπος και βρωμολόγησε η περιοχή από τα ψάρια, όταν
αποξήραναν τη λίμνη κι έφυγε το νερό. Ρίχτηκε όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς και
μάζεψε όσα μπορούσε ο καθείς. Και γέμισαν τα καρδάρια ψάρια, γέμισαν όλα τα
τσουκάλια και το σκαφίδι το βλέπω τώρα δα, με τα ορθάνοιχτα κατάπληκτα παιδικά
μου μάτια, γεμάτο, τίγκλα ψαρούκλες, μεγάλες σαν το μπόι μου». «Είχαμε τα
ξωχώραφα. Που τότε ήταν γονιμότατα και ευφορότατα. Γιατί ακουμπούσαν στο νερό.
Και τώρα στέρεψε ο τόπος και γίνανε άγονα. ...Είχαμε πάπιες και παπάκια, χήνες
και μικρά χηνάκια! Τι πλούτος; Γέμιζε ο ουρανός, νύχτα μέρα, απ' τα κοπάδια
τους, που ακατάπαυστα πηγαινοέρχονταν ομαδικά. Μπροστά, στη μύτη, ο αρχηγός κι
από κοντά η πλέμπα, σε δυο γραμμές, μακριές, που όλο και ξανοίγονταν». «Είχαμε
νερά πολλά: βροχές και χιόνια, που τώρα δεν τα ‘χουμε. Σπανίζουν σε βαθμό που
να μην φτάνουν ούτε τα κοπάδια να ποτίσουμε. Ένας τεράστιος ταμιευτήρας νερού
ήταν η λίμνη μας. Κι όλο το καλοκαίρι μάζευε ζέστη και θερμασιά. Και το
χειμώνα, όπως ψυχόταν, άχνιζε η λίμνη. Σαν καζάνι με ζεστό νερό. Και οι
υδρατμοί εκείνοι, σύννεφα τεράστια σκέπαζαν τον τόπο. Κι ως έφτανε ρεύμα αέρος
κρύο και παγερό οι υδρατμοί γίνονταν χιονάκι, που έπεφτε άφθονο και μαλακό. Δεν
θυμάμαι πλατάνια με κορμούς σχισμένους απ' τον παγετό. Να την ξαναφτιάξουν τη
λίμνη μας!».
Η απώλειά της
Λίμνης Ξυνιάδας δεν φτώχυνε τη βιοποικιλότητα μόνο της Ελλάδας αλλά και το
οικοσύστημα της Ευρώπης. Δεν θα υπερέβαλλε κανείς αν έλεγε ότι η Ξυνιάδα σήμερα
θα ήταν ένας από τους σημαντικότερους και γνωστότερους υγροτόπους της Ευρώπης,
παρά το συγκριτικά μικρό εμβαδόν της.
Οφέλη από την λίμνη Ξυνιάδα
Αν παραλείψουμε τις αρνητικές
επιδράσεις, πού είχε στην υγεία των παραλίμνιων κατοίκων οι οποίοι, όπως αναφέρει
ο Θεόδωρος Καρατζάς, «εμαστίζοντο κυριολεκτικώς υπό τής ελονοσίας», ως προς τα
άλλα υπήρξε ευεργετική η παρουσία της λίμνης. Αυτό αποδεικνύεται και από
μαρτυρίες ανθρώπων των τελευταίων αιώνων, οι όποίοι αναφέρουν ότι οι κάτοικοι
των γύρω χωρίων ζούσαν με την αλιευτική. Ακόμη τα προϊόντα της λίμνης -τα
πολλά, μεγάλα και ποικίλα ψάρια της- υπήρξαν απ’ τα πρώτα προϊόντα της
περιοχής, τα οποία εμπορευματοποιήθηκαν και δεν ήταν μόνο για αυτοκατανάλωση
απ' τούς κατοίκους.
Στο διάστημα
της μαύρης κατοχής (1941-44) τότε που η πείνα θέριζε τους υπόδουλους Έλληνες,
πολλοί κάτοικοι των παραλιμνίων σώθηκαν κυριολεκτικά από την πείνα, τρώγοντας
ψάρια χωρίς λάδι, αντί για ψωμί, που τα ψάρευαν στα λίγα νερά που είχαν
απομείνει από τη λίμνη που πλησίαζε να αποστραγγιστεί. Η εκμετάλλευση της
λίμνης ανήκε στο Δημόσιο το οποίο τη μίσθωνε σε τρίτους έναντι χρηματικού ποσού
σε σχετική δημοπρασία. Κάποιοι απ’ αυτούς ήταν ο Σπύρος Μυρεσιώτης από την
Παναγιά, οι Παπαχρήστος και Αποστολόπουλος από την Ομβριακή, Ιωάννης Βαρβατάκης
από το Δομοκό κλπ. Ο Ιωάννης (Νάκος) Απ. Κόκκινος (1893-1976) από την Ομβριακή
ήταν μαζί με τον Γιάννη Βαρβατάκη από το Δομοκό, οι τελευταίοι εκμεταλλευτές
(ενοικιαστές) της Λίμνης Ξυνιάδας, πριν από την αποξήρανσή της, για τα έτη
1939-1941.
Το ψάρεμα γινόταν από τους παραλίμνιους κατοίκους και κυρίως από
Ομβριακίτες ψαράδες, κι απ’ τους πιο ειδικευμένους τους λεγόμενους «μακαράδες»
δηλ. απ’ αυτούς που είχαν όλα τα εργαλεία δηλαδή, βάρκες, δίχτυα, κλπ. Αρχικά
το επαγγελματικό ψάρεμα γινόταν μόνο στις άκρες και τα ρηχά νερά, με μόνο ένα
γρίπο, καλαμωτές, καμάκια κι αγκίστρια. Στα βαθιά η λίμνη ήταν αδούλευτη. Η
συστηματική εκμετάλλευση οφείλεται σε τέσσερις Ρώσους καπετάνιους που ίδρυσαν
τον πρώτο μακαρά, την πρώτη ομάδα ψαράδων με πλήρη εξοπλισμό από 4 βάρκες,
γρίπο, δίκτυα κ.λ.π. Μετά τους Ρώσους έφτιαξαν μακαράδες οι Ομβριακίτες αδελφοί
Γεώργιος Νάκος και Αντώνης Παπαποστόλου, οι αδελφοί Αντώνης και Χρήστος
Νικολάου, οι Ντίνος και Σεραφείμ Καριώτης, ο Γιώργος Δούμας, ο Νίκος
Αποστολόπουλος, ο Νάκος Κόκκινος και άλλοι. Την ψαριά τους οι ψαράδες της
λίμνης Ξυνιάδας την έβγαζαν το απόγευμα στις αποβάθρες της λίμνης που ήταν δύο
προς την πλευρά της Ομβριακής, μία στον Αϊ- Δημήτρη και η αποβάθρα του
Δημητρίου Τσιούτσιου στην τοποθεσία Κριτήρι και στο κέντρο συγκέντρωσης και
διαλογής στις πέντε Βρύσες στη βουλή Νεζερού (αποβάθρα Αγίου Στεφάνου). Στις
αποβάθρες περίμεναν οι κιρατζήδες (ιχθυοπώλες) και ακολουθούσε δημοπρασία από
τον αρμόδιο υπάλληλο για την αγορά των ψαριών. Το μεγαλύτερο παζάρι στις
αποβάθρες γινόταν την Τρίτη το απόγευμα γιατί την Τετάρτη υπήρχε το μεγάλο
παζάρι της Καρδίτσας όπου καταναλίσκονταν τα περισσότερα ψάρια. Κάθε τρίτη βράδυ το καραβάνι με τα άλογα
φορτωμένα με τρεις χιλιάδες οκάδες ψάρια, σε κοφίνια ή γαλίκια, έφευγαν για την
Καρδίτσα. Εκτός από το παζάρι της Καρδίτσας, ψάρια της λίμνης Ξυνιάδας
πωλούνταν στους Σοφάδες, στο Δομοκό, στο Λιανοκλάδι και τα χωριά της Δυτικής
Φθιώτιδας, ως και το Καρπενήσι. Αργότερα με το τρένο, έστελναν ψάρια στην
Λιβαδειά και την Αθήνα. Οι κερατζήδες (ιχθυοπώλες) μοσχοπουλούσαν τα ψάρια και
γύριζαν στα σπίτια τους με αρκετά κέρδη. Οι ψαράδες πλήρωναν φόρο στο Δημόσιο
για τα ψάρια που πουλούσαν.
Ο φόρος έφτανε τα 25-30% επί της αξίας των ψαριών
που πωλούνταν. Γι’ αυτό είχε υπαλλήλους που εισέπρατταν τους φόρους και άλλους
που φύλαγαν τη λίμνη από τη λαθραλιεία καθώς και υπάλληλο επόπτη. Τα χειρόγραφα
«Πρακτικά του Δήμου Λαμιέων» του έτους 1862, αλλά και αργότερα, μαρτυρούν ότι
η Τουρκία (η λίμνη βρισκόταν τότε εντός της Τουρκικής επικράτειας) επέτρεπε την
εξαγωγή ψαριών προς την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν οι κάτοικοι των χωριών που ήταν
γύρω απ' τη λίμνη, εξήγαγαν ψάρια στην ελεύθερη τότε Ελλάδα και τα πωλούσαν
στην αγορά της Λαμίας. Στα «Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου» του Δήμου
Λαμιέων του έτους 1862 δημοσιεύεται «Πίναξ διατιμήσεως των πρός τοπικήν
κατανάλωσιν εισαγομένων εμπορευμάτων και ζώων δια το έτος 1862»: «Τα εισαγόμενα
είδη ανέρχονται στα «156», ανάμεσα στα οποία είναι: «οψάρια της λίμνης
Δαουκλής» με αγοραία τιμή 50 λεπτά κατά οκάν και 1 λεπτό ο δημοτικός φόρος και
«Όμοια» (= δηλ. ψάρια), άλλα της οικογένειας «γλύνια» και «χανιά» με αγοραία
τιμή 75 λεπτά κατά οκάν και 1,5 λεπτό ο δημοτικός φόρος. Όλα αυτά μαρτυρούν
χωρίς καμιά αμφιβολία ότι δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη η συμβολή της λίμνης
της Ξυνιάδος στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Αλλά και μετά την
αποξήρανσή της συνέβαλε και συμβάλλει ακόμη στην οικονομική ανάπτυξη της
περιοχής και ενισχύει την εθνική μας οικονομία. Τα ψάρια παλαιότερα, και σήμερα
το γόνιμο έδαφος της λίμνης επέλυσαν το βιοποριστικό πρόβλημα των κατοίκων της
περιοχής, διότι πολλοί ακτήμονες αποκαταστάθηκαν και μεγάλες ποσότητες
δημητριακών και άλλων προϊόντων παράγονται», (Δημ. Θ. Νάτσιος «Η συμβολή της
λίμνης Ξυνιάδος στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής κατά το 18ο
& 19ο αι.»).
Tο ιστορικό
αποξήρανσης της λίμνης Ξυνιάδας
Οι λόγοι που επέβαλαν την
αποξήρανση της λίμνης ήταν η υγεία των παραλιμνίων κατοίκων που μαστίζονταν από
την ελονοσία, η προστασία των εδαφών της θεσσαλικής πεδιάδας από τις χειμερινές
πλημμύρες στην περιοχή των Σοφάδων, αλλά και η αποκάλυψη νέων καλλιεργήσιμων
εκτάσεων γαιών με σκοπό την παραχώρησή τους στους ακτήμονες αλλά και στους
ψαράδες που θα έχαναν τη δουλειά τους. Όπως αναφέρει το έτος 1937 ο Γεώργιος
Δημητρούλας: «από του 1926 εσχηματίσθη
και ανέλαβεν την αποξήρανσιν αυτής η εταιρία Κατζούχ, πλην όμως δυστυχώς
κατεσπατάλησε τα κεφάλαια αυτής και μόλις προ τριμήνου κατόρθωσε να κάμει έναρξιν
εργασιών αυτής, επιτυχούσα μακροπρόθεσμον δάνειον παρά της Εθνικής Τραπέζης της
Ελλάδος».
Η έναρξη των
αποξηραντικών έργων έγινε τελικά στις 10 Δεκεμβρίου 1936. Τα έργα όμως
επιβραδύνθηκαν λόγω του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της περιόδου κατοχής αλλά και
του εμφυλίου, κατά τη διάρκεια του οποίου
η «Γεωργική Εταιρία ΞΥΝΙΑΣ Α.Ε.» ως διάδοχος της αρχικώς αναδόχου
εταιρίας «Λ. ΚΑΝΖΟΥΧ & Σία», συνέχιζε την εκτέλεση του έργων.Υπέστη τότε
ολοκληρωτική καταστροφή των εγκαταστάσεών της, των μηχανημάτων, αλλά και των
γεωργικών της εργαλείων αλλά ξανάρχισε τις εργασίες της το 1950 και επανόρθωσε
τις ζημιές και καταστροφές που είχαν προκληθεί χωρίς να τύχει καμιάς κρατικής
αποζημίωσης ή ενίσχυσης. Η αρχική μελέτη της αποξήρανσης το 1934, προέβλεπε την
ύπαρξη μικρού ταμιευτήρα νερού, περί τα 5000-7000 στρέμματα, ο οποίος θα
βοηθούσε στην πλήρωση του υδροφόρου ορίζοντα και θα παρείχε την απαιτούμενη
ποσότητα νερού για την άρδευση της έκτασης που προοριζόταν για καλλιέργειες
αλλά και για τη διατήρηση της υδρογεωλογικής ισορροπίας. Επίσης η μικρή αυτή
λίμνη θα χρησίμευε ως πρότυπο ιχθυοτροφείο, (Γ. Δημητρούλας, 1937).
Τελικά η πίεση
για περισσότερες εκτάσεις προς διανομή στους ακτήμονες, οδήγησε στην
ολοκληρωτική αποξήρανση με ολέθρια τελικά αποτελέσματα, αλλά και τεράστια
δυσκολία στην επανασύσταση της Λίμνης. Η γεωργική εκμετάλλευση των εδαφών που
αποκαλύφθηκαν άρχισε το 1953 και τα στραγγιστικά έργα τελείωσαν το 1972.
Στη
διήγηση του Κώστα Σακελαρίου από την Ομβριακή (γεν. 1912), γίνεται φανερή η
πίεση που ασκήθηκε στους ντόπιους κατοίκους να υπογράψουν: «…το 1931-32 είχαν άμεση ανάγκη για σιτάρι
και καλαμπόκι (άρα και για καλλιεργήσιμες εκτάσεις) οι πατεράδες μας και οι
παππούδες μας που τότε δεν υπήρχε ψωμί και υπέγραψαν για την αποξήρανση της
λίμνης… Τους έλεγε τότε η πολιτική προπαγάνδα να υπογράψουν για την αποξήρανση
και μετά θα τους έδιναν από 40 με 50 στρέμματα χωράφια για το ψωμί τους σαν
ψαράδες και σαν κυρατζίδες (αυτοί που πουλούσαν τα ψάρια στις πόλεις και
κωμοπόλεις). Τελικά η αποζημίωση ήταν δέκα (10) στρ. για τους ψαράδες, τρία (3)
για τους κυρατζίδες και 6-8 για συμπλήρωμα σε παλιούς γεωργούς καθώς επίσης και
18 στρ. στους ακτήμονες».
«Η αποξήρανση έλυσε προβλήματα, αλλά
προκάλεσε άλλα. Οι χειμώνες έγιναν δριμύτεροι και τα καλοκαίρια θερμότερα.
Φτώχυνε το τοπίο. Εξαφανίσθηκαν, βεβαίως, τα ψάρια. Το σπουδαιότερο, όμως,
είναι ότι έπεσε πολύ η στάθμη των υπόγειων υδροφορέων και σήμερα το μέλλον των
καλλιεργειών είναι αβέβαιο», σημειώνει σε παλαιότερη δημοσίευσή του το
Ε.Κ.Β.Υ. (τεύχος 46 του περιοδικού «Αμφίβιον»).
Ο Θεόδωρος
Καρατζάς αναφέρει στο βιβλίο του το 1962, πως το σοβαρότερο έργο του οροπεδίου
Δομοκού ήταν η «εκβάθυνση της κεντρικής
αποχετευτικής τάφρου της αποξηρανθείσης λίμνης Ξυνιάδος» ώστε να
περιοριστούν τα πλημμυρικά φαινόμενα στις καλλιέργειες, που ζημίωναν τότε
σοβαρά τους παραγωγούς. Επισημαίνει επίσης, με αφορμή την κατασκευή το 1958 της
πρώτης τεχνητής λίμνης στην περιοχή, εκείνη της Ξυνιάδας με έκταση 70.000 m2,
την χρησιμότητα κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων στο Μακρολίβαδο, την Εκκάρα, το
Περιβόλι, τον Άγιο Γεώργιο και το Πουρνάρι, κάτι που θα καθιστούσε δυνατή την
συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων κυβικών νερού που θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν για άρδευση ή και ύδρευση ολόκληρης της περιοχής Δομοκού.
Σήμερα έχουν
προχωρήσει προς υλοποίηση ταμιευτήρες νερού στο Περιβόλι, το Νέο Μοναστήρι και
το Νεοχώρι Δομοκού. Στο «Ιστορικό αποξήρανσης της Λίμνης Ξυνιάδας» του Κώστα
Γαλλή όπως δημοσιεύθηκε στη «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», τ. 30, Σεπτ. 2001, διαβάζουμε:
«Μετά την σύσταση του πρώτου ελληνικού κράτους το 1832 που έφθανε μέχρι την
Όθρη, έγιναν σκέψεις για την αποξήρανση λιμνών και ελών για την αύξηση των καλλιεργήσιμων
εκτάσεων. Το 1852 έγινε νόμος για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και το
1887 έγινε η πρώτη μελέτη από Γάλλο αρχιμηχανικό για την αποξήρανση της λίμνης
Ξυνιάδος.
Τελικά το 1917
ανατέθηκε στον μηχανικό Κλεώνυμο Στυλιανίδη μελέτη για την αποξήρανση. Οι λόγοι
της αποξήρανσης ήταν η αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών με νέα εύφορα εδάφη, η
προστασία από τις πλημμύρες καλλιεργήσιμων χωραφιών στην Θεσσαλία και η
απαλλαγή της περιοχής από την μάστιγα της ελονοσίας. Με την απόφαση αυτή είχε
συμφωνήσει τότε και η πλειονότητα των κατοίκων. Ο Στυλιανίδης
πρότεινε τον συνδυασμό αποξήρανση με δημιουργία υδροηλεκτρικού έργου στην
Αγόριανη (Εκκάρα).
Η πλωτή βαθυκόρος (εξσκαφέας, φαγάνα) το πλωτό μηχάνημα που χρησιμοποιήθηκε στην εκβάθυνση και καθαρισμό του Κεντρικού Χάνδακα. |
Η μελέτη
προέβλεπε αποξήρανση κατά τα 2/3 και δημιουργία στο υπόλοιπο 1/3 υπαίθριας δεξαμενής
στο δυτικό άκρο που θα τροφοδοτούσε το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο που θα γινόταν
στην Εκκάρα. Η Τράπεζα Βιομηχανίας για λογαριασμό της οποίας έγινε η μελέτη,
σχεδίαζε την δημιουργία και άλλων παραγωγικών μονάδων, όπως εργοστάσιο
χαρτοποιίας, ψυγείων κ.λπ. Η μελέτη αυτή δεν έγινε δεκτή από την βουλή. Τελικά
στις 24 Δεκεμβρίου 1925 επικυρώθηκε με προεδρικό διάταγμα η σύμβαση που
υπογράφηκε για την αποξήρανση της λίμνης, μεταξύ της ελληνικής Κυβέρνησης και
της εταιρίας Κανζούχ.
Η σύμβαση αυτή
δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Τ. Α. φύλλο 6 της 08-01-1926. Η σύμβαση προέβλεπε ότι θα
χορηγηθεί στην ανάδοχο εταιρία η απόλυτη κυριότητα, νομή και κατοχή του 85%
της έκτασης που θα αποξηραινόταν και το 15% θα περιέρχονταν στο Δημόσιο. Επί
πλέον στον ανάδοχο παραχωρούνταν η χρήση των υδάτων προς άρδευση και
χρησιμοποίηση υδραυλικών πτώσεων κ.λπ. Ο ανάδοχος ήταν υποχρεωμένος σ' ένα
χρόνο να εκπονήσει σύμβαση εκτέλεσης έργων που θα πρόβλεπε αποπεράτωση σε 3
χρόνια από την έγκριση της μελέτης.
Η σύμβαση αυτή
υπογράφηκε από την δικτατορική κυβέρνηση Πάγκαλου και αμέσως μετά την πτώση
της δικτατορίας, πολλά μέλη του κοινοβουλίου με προεξάρχοντες τους τοπικούς
βουλευτές, αρκετούς κατοίκους της περιοχής καθώς και επαγγελματίες και
εμπόρους Δομοκού, τάχθηκαν εναντίον, θεωρώντας ότι η σύμβαση περιείχε πολλούς
χαριστικούς όρους.
Το 1927
ιδρύθηκε από αγρότες των η παραλιμνίων χωριών ο Γεωργικός Συνεταιρισμός
Ξυνιάδος με σκοπό την ανάληψη των έργων και την εκμετάλλευση της γης. Πρόεδρος
στην 1η Γενική Συνέλευση στις 08-01-1928 εκλέχτηκε ο δάσκαλος από
την Ομβριακή Δημήτριος Δούμας. Αμέσως μετά την εκλογή το Δ. Σ. πήγε στην Αθήνα
και συνάντησε αρμόδιους παράγοντες με αίτημα την ανάθεση των έργων στον
Συνεταιρισμό.
Αμέσως μετά,
ιδρύθηκε η ετερόρρυθμος εταιρία «Λ. Κανζούχ και ΣΙΑ Επιχειρήσεις Ξυνιάδος» και
της μεταβιβάστηκαν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και η εταιρία
αναζητούσε χρηματοδότες. Πρώτη η Εθνική Τράπεζα προσέφερε δάνειο και στις
14-6-1931 ορίστηκε η τελετή εγκαινίων στο τόπο που τα μηχανήματα θα έκαναν τα
σκαψίματα κοντά στην σιδηροδρομική γραμμή.
Ειδικό τραίνο
με επισήμους τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και τον υφυπουργό Οικονομικών
ναυλώθηκε από το Λιανοκλάδι. Στην τελετή παρέστησαν και οι βουλευτές της
περιοχής Μαλαμίδας και Δροσόπουλος καθώς και ο Δήμαρχος Λαμίας Πλατής. Μετά τον
αγιασμό παρατέθηκε γεύμα στην περιοχή Παναγιάς.
Οι εργασίες
προχωρούσαν αργά λόγω έλλειψης μηχανημάτων και μη έγκαιρης χρηματοδότησης.
Τελικά κατασκευάσθηκε βυθοκόρος (φαγάνα) στον Πειραιά, η οποία είχε την
δυνατότητα να σκάβει μέχρι 9 μέτρα μέσα στο νερό και πήρε το όνομα «Ξυνιάς».
Τον Ιούλιο του 1939 η βυθοκόρος άρχισε το σκάψιμο έξω από την λίμνη κοντά στην
γέφυρα του Ντεκωβίλ και προχωρούσε προς την λίμνη με γοργούς ρυθμούς. Εν τω
μεταξύ ιδρύθηκε νέα γεωργική εταιρία «Ξυνιάς Α.Ε.» με κύριο μέτοχο την Εθνική
Τράπεζα και διευθυντή τον Ευαγ. Λυκούρη.
Οι εργασίες
διακόπηκαν τον Οκτώβριο του 1940 λόγω κήρυξης του πολέμου με την Ιταλία και
στράτευσης μέρους του προσωπικού της. Αμέσως μετά την λήξη του πολέμου
και στην διάρκεια της κατοχής, συνεχίστηκαν οι εργασίες, οι οποίες
αποπερατώθηκαν στο τέλος του καλοκαιριού του 1942 οπότε, σιγά-σιγά
αποτραβήχτηκαν τα νερά από την τάφρο αποχέτευσης, που εν τω μεταξύ είχε
δημιουργηθεί, προς τον Πενταμύλη.
Όλοι διηγούνται
ότι στο διάστημα αυτό σμήνη χιλιάδων ψαροπουλιών μαζεύτηκαν πάνω από την λίμνη
και κατά μήκος της τάφρου για να γευθούν τα αμέτρητα ψάρια που προσφέρονταν για
τροφή. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό και άκρως συγκινητικό. Η τεχνική εξέλιξη όμως
έκανε πάλι το θαύμα της. Η λίμνη Ξυνιάδος, αυτό το θαυμάσιο δημιούργημα της
φύσης, αυτή η απαράμιλλη ομορφιά των χιλιάδων χρόνων, έπαυσε να υπάρχει.
Τελικά στην
Ομβριακή παραχωρήθηκαν 4000 στρέμματα. Η διανομή δεν περιλάμβανε μόνο τα
παραλίμνια χωριά, παρά 14 κοινότητες της επαρχίας Δομοκού, 11 της δυτικής
Φθιώτιδας (Ασβέστης, Γιαννιτσού, Λιτόσιλο, Ροβολιάρι κ.λπ.) 2 του νομού
Καρδίτσας (Μακρυρράχη και Κτημένη) και 1 της Ευρυτανίας (Μαυρόλογγος). Στους
ακτήμονες παραχωρήθηκαν από 4 στρέμματα και άνω ανάλογα με τον αριθμό των
μελών, στους αλιείς 10 στρέμματα και στους κιρατζήδες 3 στρέμματα.
Οι περισσότεροι
ακτήμονες των ορεινών χωριών, ασυνήθιστοι από τις συνθήκες εργασίες στον
κάμπο, γρήγορα πούλησαν τα κτήματα τους στους παραλίμνιους κατοίκους».
Η αποξηραμένη λίμνη Ξυνιάδας σήμερα
Ο πυθμένας της λίμνης
καλλιεργείται σήμερα κυρίως με αρδευόμενες ανοιξιάτικες καλλιέργειες
(ζαχαρότευτλα, αραβόσιτο, βιομηχανική τομάτα κλπ) καλλιέργειες οι οποίες
έδωσαν, ομολογουμένως, τα προηγούμενα χρόνια, μια μοναδική πηγή πλούτου για
τους αγρότες-καλλιεργητές της περιοχής.
Όμως η
υπερεκμετάλευση, η αλόγιστη πολλές φορές χρήση φυτοφαρμάκων, χημικών λιπασμάτων
και μια σειρά από διάφορους άλλους παράγοντες, κατέστησαν υποπαραγωγικά, τα
υπεργόνιμα στην αρχή, εδάφη που αποκαλύφθηκαν από την αποξήρανση. Ο πυθμένας
όμως της λίμνης έχει επιβαρυνθεί ήδη αρκετά από χημικά απόβλητα της γεωργικής
καλλιέργειας.
Από την
εργασία για την διερεύνηση της ποιότητας των υδάτων της λίμνης Σμοκόβου του κ.
Κων/νου Ρόπη διαβάζουμε: «Οι συνήθεις
ρύποι που μπορούν να επιβαρύνουν την ποιότητα των υδάτων ενός ταμιευτήρα αυτού
του είδους προέρχονται από τις χρήσεις γης στην λεκάνη απορροής του. Η λεκάνη
απορροής της λίμνης Σμοκόβου βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στον Ν.
Καρδίτσας, όπου οι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και
την κτηνοτροφία, ενώ συμπεριλαμβάνει και ένα τμήμα της πεδιάδας του Δομοκού. Η
συγκεκριμένη πεδιάδα προέρχεται από την αποξήρανση της λίμνης Ξυνιάδος και
σήμερα καλλιεργείται από τους κατοίκους της περιοχής. Το μεγαλύτερο βέβαια
μέρος της λεκάνης απορροής καλύπτεται από δάση και βοσκότοπους. Με βάση τα
παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οι βασικότεροι ρύποι προέρχονται από αστικά,
γεωργικά και κτηνοτροφικά απόβλητα. Τα συγκεκριμένα απόβλητα περιέχουν
σημαντικά φορτία αζώτου (είτε στην αμμωνιακή, είτε στην οξειδωμένη του μορφή)
και φωσφόρου...».
Η μείωση πλέον της απόδοσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων του παλιού πυθμένα της λίμνης, πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες καθιστούν ως μόνο άξονα ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής την πλήρη αποκατάσταση της λίμνης Ξυνιάδος. Για το σκοπό αυτό ο Δήμος Ξυνιάδος με την Νομαρχία Φθιώτιδος ως φορέα υλοποίησης και το «Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-υγροτόπων» πραγματοποίησαν το 2009, μελέτη σχετική με την αποκατάσταση της λίμνης, με τίτλο «Μελέτη Σκοπιμότητας για την Επανασύσταση της τέως λίμνης Ξυνιάδος».
Σύμφωνα με την
προγραμματική σύμβαση, προτείνονται τρεις λύσεις αποκατάστασης της λίμνης:
Στην πρώτη
λύση προβλέπεται αποκατάσταση της λίμνης στην έκταση 26.000 στρεμμάτων με
αξιοποίηση των υδάτων ολόκληρης της λεκάνης, πλην του ρέματος Μπουγαζίου.
Στη δεύτερη,
αποκ
ατάσταση της λίμνης με τη κατασκευή αναχώματος για τη δημιουργία μιας
προλίμνης, αρχικά στην έκταση των 11.500 στρεμμάτων και τη σταδιακή επέκτασή
της στην έκταση των 26.000 στρεμμάτων.
Στην τρίτη
λύση, προτείνεται η αποκατάσταση της έκτασης των 26.000 στεμμάτων με εκβάθυνση
ενός μέτρου των 4.000 περίπου στεμμάτων.
Η προσπάθεια
για την επαναδημιουργία της λίμνης Ξυνιάδας, είναι ένα όνειρο ζωής για πολλούς
από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, ώστε να αποκατασταθεί ίσως μια
αδικία του παρελθόντος προς τη φύση, που
τόση ανάγκη την έχουμε σήμερα.
Η λίμνη Ξυνιάδα, ένα μοναδικό,
θαυμαστό στολίδι της φύσης, με τα φανταστικά πρασινογάλανα νερά, την εξαίρετη
ομορφιά, τον πλούτο και τους θησαυρούς της, έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη σ’ όσους
είχαν την ευδαιμονία να την αντικρίσουν κάποτε κι αποτελεί μια γλυκιά
νοσταλγία, σ’ όλους εμάς που είχαμε την τύχη ν’ ακούσουμε τουλάχιστον για το Γιαλό, όπως την έλεγαν οι ντόπιοι, από «πρώτο χέρι», απ’ ανθρώπους που την
έζησαν, κι ίσως τη λάτρεψαν.
Δημόσιος Ιστορικός (Master of Arts in Public History)
Πολιτισμολόγος με ειδίκευση στον Ελληνικό Πολιτισμό
Συγγραφέας - Αρθρογράφος
Copyright © 2024 - All Rights Reserved