Κώστας Ρουμελιώτης από την Εκκάρα Δομοκού: Η αφήγηση του στα «Πορτραίτα Σαρακατσαναίων»

 Κώστας Ρουμελιώτης

.
  
του Γιώργου Κολοβού 
            Γεννήθηκα στις 24 Μαρτίου του 1930 στα χειμαδιά στο Θούριο, δίπλα στη Χαιρώνεια, κοντά στη Λειβαδιά. Τότε θ΄κοι μας τότε ξεχείμαζαν στην Κωπαΐδα και το καλοκαίρι πήγαιναν στα Πιέρια. Οι παππούδες μας παλιότερα έβγαιναν στ Άγραφα δηλ. στη Μπέσα, στο Σταυρό, στον Ίταμο, στην Καστανιά εδώ παν, στο Κατσιαούνι που τώρα το λεν Λαμπερό, στο Λιβάδι, στη Φουρνά, αυτού περιφέρονταν. Τον χειμώνα ξεχείμαζαν εδώ στην περιοχή, ειχαν κανει και στην Κόκκα, κοντα στα Φάρσαλα, μετά τα Βρυσιά. Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1897, εδώ στις Καροπλέσι Αγράφων Ο παππούς μου απ΄τον πατέρα μου γεννήθηκε το 1846 και λέγονταν Θανάσης Γρούνας. Γρουναίοι λεγόμασταν τότε και πιο παλιά Κυριαζαίοι. Το επίθετο το αλλάξαμε το 1961 και το βάλαμε Ρουμελιώτης. Ο παππούς μου ο Θανάσης ήταν ένας μεγαλοτσέλιγκας μπορώ να πω, έφτασε μέχρι 800 πρόβατα και ήταν ένα τσελιγκάτο γιατί είχε πολλά πρόβατα. Είχε 30 άλογα, όλα ψαριά. Πέθανε 92 χρονών 5 Οκτωβρίου το 1938. Η γυναίκα του η γιαγιά μου δηλ. λέγονταν Κυριακούλα Μπούρχα, απ’ τ΄ς Μπουρχαίοι που είναι στη Στυλίδα. πέθανε τον ίδιο χρόνο, 8 Ιουνίου 1938. Η μάνα μου λέγονταν Όλγα και ήταν απ τς Μπλαρογιανναίοι απ τη Νιάλα Αγράφων και πιο παλιά λέγονταν Μιχόπουλου. Ενας Μιχόπουλος που ήταν αντιδήμαρχος στα Άγραφα, τον έχω ανιψιό  και με τον πατέρα μου παντρεύτηκαν το 1929. Ο παππούς μου ήταν δημοτογραμμένος στα Άγραφα, στη Νιάλα,τα παιδιά του τώρα το όνομα τα αλλάξανε και λέγονται Μυρογιαναίοι. Αυτοί πήγαιναν προς το Ξηρόμερο, στον Αστακό, προς τα κει πήγαιναν. Ο παππούς μου ο Μπλαρογιάννης η Μουλαρογιάννης  έκανε με το  Βελέντζα και τον Μαλαμούλη στον Ωρωπό, αλλά και στο Ξηρόμερο, γιατί ο Μαλαμούλης ειχε κι εκει λιβάδια. Στο Ξηρόμερο είχε και συγγενείς η μάνα μου τους Χαρδαλαίους. Η γιαγιά μου απ τη μάνα μου ήταν Αραπίτσα απ τους Αραπ΄τσαίους κι αυτοί έβγαιναν στ Άγραφα κι εκεί έγινε το προξενιό και παντρε΄φκαν.Είμαι Αγραφιώτης σαρακατσάνος από μάνα και πατέρα από παππού και προσπάππου κι απ τους δυό γονείς,στο δε μνημείο πεσόντων στ Άγραφα θα βρείτε γραμμένο το θείο μου Αλέξανδρο Μουλαρογιάννη.
          Οι θ΄κοι μας μέχρι το 1928 έβγαιναν στ Άγραφα, αλλά μετά πήγαν στον Όλυμπο στη Βουργάρα. Η Βουργάρα είναι μετά την Ελασσόνα, προς τον Κοκκινοπ΄λό και εκεί είχαν λιβάδια οι Σαρακατσαναίοι. Δυο χρόνια πήγαν στον Όλυμπο. Σ’  αυτό το τσελιγκάτο που ήμασταν οι σαράντα οικογένειες και είχαμε όλοι μαζί είκοσι δυο χιλιάδες πρόβατα μετά μεταφέρθηκαν στη Φτέρη στα Πιέρια. Από το 1930 μέχρι το 1946 ξεκαλοκαίριαζαν εκεί.
          Το 1928 έγινε η πρώτη απόπειρα αγοράς κτήματος. Όταν έφυγαν απ τον Όλυμπο, γυρίζοντας κάτω, κάποιοι πήγαιναν μπροστά να φτιάξουν τα μαντριά και οι άλλοι έρχονταν βοσκόντα - βοσκόντα τα πρόβατα απ το ένα το χωριό στο άλλο, και έφταναν αργοτερα. Μολις εφτασαν στη Σκοτουσα κοντα στα Φαρσαλα, πουλιενταν ενα τσιφλικι, 4.000 στρεμματα. Ο πατερας μου με έναν Τσανουλα απ την Αλιαρτο εδωσαν προκαταβολη από 12.000 ο καθένας για να το αγορασουν και το άλλο μισό το πηραν οι Σουφλιαδες. Ο αδελφος του πατερα μου ο Γιαννης όμως ηθελε να το δει αν είναι καλο για χειμαδιο και παιρνει το τραινο και απ τη Λιβαδειά παει στη Σκοτουσα, το βλεπει, βλεπει χαμηλα τα πουρναρια και γυριζει πισω και λεει δεν το παιρνουμε, ας τα χασουμε τα λεφτα ιδώ δεν έχει ουτε ένα κλαρί να σταλίσουν τα πρότα.  Και δεν το πηραν και εχασαν και τα λεφτα και το μεγάλο κτήμα και πήρε και στο λαιμό τ και το Τσανούλα.

Πάσχα 1956 στην Εκκάρα Δομοκού

Απο αριστερά : Σπύρος Γρούνας (πατέρας), Παναγιώτα Μάρκου (συζ. Θεοδ. Γρούνα), Όλγα Μπλαρογιάννη (συζ. Σπ. Γρούνα), Γιώργος Γρούνας, Γιάννης Γρούνας (αδελφός)

ΤΟ ΧΕΙΜΑΔΙΟ
          Οι γονεις μου τον χειμωνα ξεχειμαζαν στην Κωπαιδα, στην Κολάκα και  στο Παυλο. Στην Κωπαιδα πηγαιναμε εμεις οι Γρουναιοι, οι Κυρατζαιοι, ο Κωστακοπουλος, ο Τσινής πηγαινε στον Αλμυρο, Νταλακ΄ραιοι στον Κυπαρισσο και αλλοι. Το 1936 ειμασταν στη Μαλεσινα και θυμαμαι εκει ξεχειμάσαμε εκείνη τα χρονιά. Όταν ειμαν μικρος εμεις ξεχειμαζαμε στην Κολάκα που ανήκει στην Αταλαντη αλλά είναι στη μεριά τα Κωπαίδας. Εκει ειχαμε καλυβια και μεναμε στα λιβαδια, δεν μεναμε στο χωριο, ειμασταν μιαμιση ωρα μακρυα απ το χωριο.  Τα δυο αδελφια, ο πατερας μου με τον αδελφο του τον Γιαννη και τις οικογενειες κι από 250 προβατα ο καθενας και ειχαμε και καμμια ογδονταρια γιδια και καμμια εικοσαρια αλογα. Μια φοραδα επεσε σε ένα διραγα που λεμε και μαζεφκαμαν πολλες οικογενειες που ειμαστα εκει με κατι Μοσχαιοι ξαδερφια του πατερα μου και πηγαν να βγαλουν τη φοραδα και κιν΄σα κι εγω κοντα. Και την εδεσαν τη φοραδα με τα σκοινια και την τραβαγαν κι απ την ουρα κι απ το καπιστρι και τη βγαλαν. Από εκει αρχισα να καταλαβαινω ότι ειμαι ζωντανος ανθρωπος. Θυμαμαι παλι την ιδια χρονολογια, πηγαιναν οι γυναικες να στρωσουν τα προβατα. Τα βαζαν στο μαντρι και για να μη λασπωνει, κοβαν θυμαρια, πουρνακια, ρυκια τετοια πραγματα και τα στρωναν για να κοιμανται τα προβατα. Και καθ οδον που πηγαιναν οι γυναικες κοντα, πηγαινα κι εγω, με πηρε κοντα η μανα μ΄. Και ειχαν σκοτωσει μια αλ’πού και την ειχαν κρεμασμενη.
Η ΣΤΡΑΤΑ
          Τη στρατα μεχρι τα Πιερια την καναμε εικοσι δυο μερες την ανοιξη και ένα μηνα το χινοπωρο. Επειδη την ανοιξη είναι μεγαλη η μερα, αρμεγαμε και  τα προβατα στο  δρομο. Και καναμε δυο δρομολογια την ημερα, θελαμε να φτασουμε και πιο γρηγορα στα βουνα. Τα κονακια που καναμε όχι μονο μπορω να στα πω και τα εικοσι δυο, …μπορω να στα πω και πετρα με πετρα. Εφευγαμε από την Κολλακα και ξεφορτωναμε στον Ασπροκαμπο στον Εξαρχο. Απ τον Εξαρχο πηγαιναμε στο Καλαπόδι. Από εκει ανεβαιναμε στην Καρυα (Βλαχοκαρυα την ελεγαμε, πανω από τα Καμμενα Βουρλα). Κατεβαιναμε κι ερχομασταν στο μερος  Συκια κοντα στην  Αγια Τριαδα. Εκει ηταν ενας νερομυλος κι εκει γεννηθηκε ο αδελφος μου ο Αλεκος, ο γιατρος. Από κει ελεγαμε, το μεγαλυτερο κονακι ηταν η Λαμια, η Αλαμανα. Ηταν το μερος στενο και δεν ειχαμε που να σταματησουμε και θελαμε γρήγορα να φυγουμε, να περασουμε στα ορεινα της Λαμιας. Καναμε δυο κονακια. Ερχομασταν κοντά στη Λαμια από πάν και ξεφορτωναμε, αρμεγαμε και τ απογευμα ξαναφορτωναμε και ερχομασταν απαν που τωρα το λεν Καλαμακι, Καρατζα τολεγαμε παλια. Την επομενη ημερα ερχομασταν στο Δομοκο. Από εκει κατεβαιναμε στο Δεμερλι στο Παλαιοφαρσαλο και μετα πηγαιναμε στο Δοξαρα Λαρίσης. Την επομενη μερα πηγαιναμε στην Γκερλίνγκα, μετα στο Θωμαή κοντα στο Κουτσοχερο και το επομενο κονακι ηταν στο Δαμάσι. Το επομενο στη Σκόμπα και υστερα Ελασσονα. Από εκει Καψάλι στον Αγιο Δημητριο Κατερίνης και μετα φταναμε στο λιβαδι. Αυτή τη στρατα την καναμε μεχρι το 1946. Και μεσα στον πολεμο, μεσα στους Γερμανους εμεις πηγαιναμε απαν κατ’, δεν διακοψαμε καθολου. Ο πολεμος του 40 μας βρηκε στο Δαμάσι, κατεβαιναμε για τα χειμαδια και εκει μας βρηκε και βαραγαν οι καμπανες.
Σε κάθε κονακι αρμεγαμε και για να κανουμε τη στρουγκα βαζαμε τα σαμαρια και από σαμαρι σε σαμαρι βαζαμε σκοινι και πανω στην τριχια ριχναμε τις κουβερτες. Δεκα μετρα από δω και δεκα μετρα από κει και το άλλο πισω ηταν ανοικτο. Βαραγαν στρουγκα οι πιτσιρικαδες και οι γυναικες και οι αντρες αρμεγαν. Το γαλα το μαζευαμε στα καρδαρια, το στραγγαγανε στο καχανι, το πηζαμε στις τσαντηλες και το πηγαιναμε στο χωριο και το πουλαγαμε. Αυτό γινονταν στη διαδρομη, γιατι όταν πηγαιναμε απαν στα βνά, βαζαμε γαλατά.
Γινονταν και προξενιες και ανταμωναμε στη στρατα. Καποιοι Σαρακατσαναιοι που ξεχειμαζαν στις Πλακες κοντα στην Πελασγια, εβγαιναν κι αυτοι στα Πιερια. Εμεις ξεκαλοκαιριαζαμε στη Φτερη και αυτοι στα Ρεντινια, συνορευαμε. Ηταν να προξενεψουν μια θεια μου και στη στρατα ηρθαμε εδώ στο Δομοκο και σταματησαμε για να ρθει ο γαμπρος από κει για να δει το κοριτσι.
Θυμαμαι κι ένα γεγονος, μικρος τοτε παλι, ερχομασταν κατω κι ειμασταν στην Ντερλίγκα που λεν εδώ περα, στη Λαρισα στο Κουτσοχερο από δω, και πηρε μια βροχη, το χινοπωρο που κατεβαιναμε κατ’, πολύ βροχη. Πιτσιρικας εγω, …ειμαν τεσσερα, πεντε… εξι, ..δεν μπορω να θυμηθω. Και ειμασταν κατω απ τις τεντες και πηρε το νερο από κατω απ τη τέντα και η μανα μου γυρισε το πλαστηρι που εφτιαναν την πιτα και μ έβαλε απαν, και το νερο περναγε από κατω.  
Κι ένα άλλο θυμαμαι Γιωργο και το λεω τωρα και γελαω, κατεβαιναμε το χινοπωρο από τον Ολυμπο, απ τα Πιερια απ αυτου και στην Ελασσονα μπηκαμε μεσ’ στην πολη, πολλα τσελιγκατα, δυο τρεις χιλιαδες προβατα. Ο πατερας μου ειχε τα προβατα μονος του καμμια διακοσαρια προβατα και μ ειχε και μενα μικρον εκει κι εγω χαθηκα. Τα προβατα προγκαγαν μεσα απ τα μαγαζια και χανομαι εγω, εμεινα πισω. Ειμουνα ψυχραιμος και ακολουθησα τα κοπαδια. Ο πατερας μου σ ένα χωριο εκει κοντα ειχε μεριά και αφησε καποιον αλλον στα προβατα και ρωτησε και με βρηκε μαζι με τα κοπαδια που ερχονταν.

Σεπτέμβριος 1962 στην Εκκάρα Δομοκού

Από αριστερά : Ο Κώστας Ρουμελιώτης με τον μικρό γιό του Σπύρο, η σύζυγός του Βασιλική, ο Γιώργος Γρούνας, η μητέρα του Όλγα, ο αδελφός του Θανάσης (στρατιωτικός γιατρός) και ο άλλος αδελφός του Αλέκος (μαθητής)


Τοτε στον πολεμο, στη στρατα μετα την Ελασσονα πηγαιναμε προς το Βλαχολιβαδο και εκει ηταν αυτοι οι Βλαχοι οι Ιταλοφιλοι και περνουν τον πατερα μου ομηρο και λεν θα μας φερεις τεσσερις φλοκατες για να σου χαρισουμε την ποινη. Τον πηγαν σ ένα χωριο που λεγεται Κεφαλοβρυσο, εκει ειχαν τον καταυλισμο οι Ιταλοι και ολο το βραδυ, κλαμματα η μανα μου, κλαμματα εμεις, που να βρουμε τεσσερις φλοκατες και τι σκεπασματα θα μας εμεναν. Και δινει δυο φλοκατες η μανα μου και μια δινει ο Περγος και άλλος ενας μια και πηγαν και τον πηραν τον πατερα μου.
Το 1943 εγω ημαν δεκα τρια χρονων κι όπως ερχομασταν απαν την ανοιξη και πηγαμε  στον Λογγο κοντα στον Αγ. Κωνσταντινο. Στα Καμμενα Βουρλα ηταν Γερμανοι και ζηταγαν ταυτοτητες. Δεν ειχαμε ταυτοτητες ολοι, αλλα ειχαν παρει κατι χαρτια που επρεπε να παν στην Αστυνομια να τα σφραγισει για να γραψουν τα ονοματα. Κοβουμε λοιπον εμεις ένα κομματι από μια ελια και το φτιαχνουμε στρογγυλο σα σφραγιδα και γραψαμε τα γραμματα, όπως ηταν αυτά που ειχαν οι ταυτοτητες.. Φτιαξαμε τα γραμματα αναποδα για να ερθουν σωστα και τα σφραγισαμε και ετσι πηγαμε μεχρι τα Πιερια.
Θελω να πω και κατι ακομα με τους Γερμανους. Ολοι οι Σαρακατσαναιοι ειχαν οπλο και τα βαζαν στο φορεμα κατω απ τις γυναικες και τα περναγαν μεσα απ τους Γερμανους. Τα πιστολια τα αβαζαν στο σαμαρι πισω, στη στρωματιά. Το ανοιγαν, εβγαζαν τα αχυρο και περναγαν το πιστολι μεσα και όταν εβγαιναν απαν στα βουνα τοπαιρναν.  

Κούρος στην Εκκάρα το 1965

Ο Κώστας Ρουμελιώτης τρίτος απο δεξιά

ΣΤΗ ΦΤΕΡΗ
Στη Φτερη ειμασταν σαραντα οικογενειες. Σ αυτό το τσελιγκατο που ειμασταν οι σαραντα οικογενειες και ειχαμε ολοι μαζι εικοσι δυο χιλιαδες προβατα. Εμεις ειμασταν ενας μαχαλας με δεκα δεκαπεντε οικογενειες και οι αλλοι  ηταν από κατω, μας χωριζε ένα υψωματακι. Ειμασταν εμεις οι Γρουναιοι, μαζι με τον Φασουλα που είναι στο Κερμελί, τον Γιαννη Μπούτλα, τον Κοκκαλη, τον Δαλακουρα, τον Χαμορουσο, τον Μπεσα, Τσινής, Κυρατζής, Κωστακόπουλος, Μητραντούλης, Βελαώρας. Σε ένα βουνο σαραντα οικογενειες. Το λιβαδι στη Φτερη το πηραμε με το ενοικιοστασιο, αλλα οι Βλαχοι απο το Διον και απ την Καριτσα δεν ηθελαν. Δυστυχως το χασαμε το κτημα γιατί μετά το 1946 που λόγω εμφυλίου έφκαμε δε ξανανέβκαμι απάν και χάσαμε το ενοικιοστάσιο και εμεινε μονο η τοποθεσια να λεγεται ΄΄η Σαρακατσανα εκεί που τώρα είναι το χιονοδρομικό κέντρο. Εκει ειχαμε και Σαρακατσαναιους που ξεχειμαζαν παρακατω προς την Κατερινη, θυμαμαι ερχόταν ενας Τσινής, ενας Τσακνακης απ τον Αγιο Σπυριδωνα και αλλοι απ τη Μαλαθρια. Πιο πανω στο Καταφυγιο εβγαιναν αλλοι Σαρακατσανοι, οι Κυρατζαιοι, οι Λιαγκαιοι, οι Βελαωραιοι, οι Τυμπλαλεξαιοι και αλλοι. Με τους Βλαχους δεν ειχαμε επαφες. Συνορευαμε λιγο μ αυτους απ το Βλαχολιβαδο, αλλα δεν ειχαμε νταλαβερι.
Όταν φταναμε βρισκαμε τα παλια τα καλυβια. Αν δεν μας τα χαλαγαν οι ντοπιοι τα συμμαζευαμε. Στα δικα μας τα καλυβια καναμε κυκλο, ημικυκλιο μαλλον για να βλεπει ένα με τα αλλο. Τοτε κουβεντιαζαν από καλυβα σε καλυβα. Καναν το ημικυκλιο για να ακουν και φωναζαν δυνατα. Εμεις καναμε διπλα καλυβια, ένα δωματιο περα περα. Βαζαμε πελεκουδες από πανω και το σκεπαζαμε με βρυζα, αγοραζαμε απ τα χωρια. Το χαρτωμα το καναμε με οξυες και από μεσα τ’ αχρίζαμε, το παλάμιζαμε. Ολοι μεσα και ειχαμε και κρεβατια. Τον χειμωνα φτιαχαμε ορθα καλυβια, αλλα στη Φτερη ειχαμε δίπλα. Εκει στη Φτερη φτιαναμε τα κοπαδια, τα τσελιγκατα. Καναμε δυο γαλαροκοπαδα,  ενα κοπαδι με τα φλωρα και ενα με τα λαια, από εξακοσια με επτακοσια το κοπαδι. Καναμε τα ζ’γουρια αχωργια, τις μπλιορες αχωργια, τα κριαρια αχωργια.Τα παλιοπρατα τα βαζαν σ ένα μερος για να βοσκησουν και μετα ερχονταν ο χασαπης και τα πουλουσαν. Τον λογαριασμο παντα τον εκανε ο τσελιγκας. Τα προβατα, οταν τα καναν κοπαδια, ποσα ειχε ο καθενας, εμπαιναν στο τσελιγκατο και υπολογιζονταν. Ο τσελιγκας πλερωνε τον αγροφυλακα, πλερωνε τον δασικο, πλερωνε την αστυνομια, τι ετρωγε κι επινε. Τον ξενο δεν τον επαιρνε κανενας άλλος, τον επαιρνε ο τσελιγκας, ηταν υποχρεωμενος ο τσελιγκας να τον παρει.

Γάμος του Κ. Ρουμελιώτη - 9 Μαίου 1965

Από αριστερά : Κώστας Ρουμελιώτης, Θεόδωρος Γρούνας, Δημήτριος Μητρατζούλης και καθιστός δεξιά ο πατέρας του Κ. Ρουμελιώτη Σπύρος


Τοτε γλεντουσαν πολύ, εκαναν πολλα κουρμπανια. Εσφαζαν μια προβατινα και καλουσαν ολον τον μαχαλα και γλενταγαν. Τραγουδια μονο με το στομα, μια οι αντρες και μια οι γυναικες. Και οι γυναικες επαιρναν μονες το τραγουδι, δεν ντρεπονταν. Καθομασταν στρομπιά και καθονταν από δω οι αντρες και από κει οι γυναικες. Και σε πολλα τραγουδια για να τα τελειωσουν το πηδαγαν, για να το συντομευσουν και να πουν και αλλοι τραγουδι. Ελεγαμε το ‘’φιλοι μ καλωσορισατε΄΄, το ΄΄παιρνει ο Μαρτης δωδεκα΄΄, ‘’μες στη μεση το τραπεζι’’ και αλλα. Γραμμοφωνο εμεις ειχαμε μετα το 1940.
Μια χρονια στη Φτερη ειχε χασει μια προβατινα ο πατερας μου και πηγε σ ένα κοπαδι διπλα και του φωναζουν εκεινοι, … εδώ είναι ένα προβατο δικο σας. Και παει ο πατερας μου να παρει την προβατινα και μετα την εφερνε πισω και σουρουπωσε. Και τον σταματαν δυο κλεφτες ενας ηταν ο Γκαντάρας και τον κοπαναν  κατω με το τσαρουχι και τον λεν …την εκλεψες την προβατινα. Και τον χτυπησαν τον πατερα μου και επεσε κατω και τον εφυγε η προβατινα. Και τον λεει ο Γκαντάρας ο ληστής τον πατερα μου, …αυτό που ειδες αποψε, θα το μολογησεις πουθενα ; Τι να μολογησει, …η ψυχη στο θανατο, ..και μετα τον αφησαν.
Ειχαμε ένα μουλαρι στα καλυβια και καποια στιγμη το χασαμε και ψαχναμε με τη μανα μου να το βρουμε, γιατι ο πατερας μου ηταν στα προβατα. Εκει ειχε πολλες φτερες, γι αυτό το λεν και Φτερη και πηραμε την πλαγια, εγω ψηλοτερα κι η μανα μ΄ πιο κατω και ψαχναμε. Εκει ηταν μια βρυση και την ελεγαμε Βρωμοβρυση και μολις βγηκα εκει στην βρυση, καθόνταν ενας λυκος. Ο λυκος δεν το κλεινει το στομα. Αμα το κλεισει το στομα και μπει μες στο κοπαδι, δεν πιανει προβατο, ..τα χανει. Εγω μικρος κατω από δεκα τριων χρονων, ηταν οι Γερμανοι ακομα, …και ο λυκος με κοιταζε. Εκανα σια πισω – σια πισω και αυτος εφυγε απαθης. Εγω τρομαξα τοσο, μολις εφυγα από παν, φωναζα …μανα λυκος, λυκος, …που παιδακι μ΄. Μεγαλος φοβος.

Εκκάρα - Απρίλιος 1960

Ο Κώστας Ρουμελιώτης με τη μητέρα του Όλγα μετά το άρμεγμα


Στον εμφυλιο στο πρωτο ανταρτικο εφτιαξε η μανα μου με κατι άλλες γυναικες τριακοσια πενηντα κιλα παξιμαδια. Τα ζητησαν οι ανταρτες. Ζυμωναν οι γναικες και εκοβαν τα καρβελια σε φετες και ταριχναν στο φουρνο. Το 1946 οι ανταρτες σκοτωσαν τεσσερα αδελφια Αραπαίοι κι έναν γαμπρο τους, πεντε και σκοτωσαν επισης τεσσερα αδελφια Λιαγκαίοι κι έναν γαμπρο τους, αλλους πεντε. Εμεις λακισαμε υστερα, φυγαμε απ τη Φτέρη και δε ματαγύρσαμε στα βνά. Ο πατερας μου ηταν πολύ φιλοξενος και ειχε φιλους πολλους. Ειχε έναν, λεγονταν Καφτεράνης και τον φωναζαν υστερα Μακρυγιαννης από το Πλατανορεμα στα Σερβια Κοζανης. Αυτος πηγε ανταρτης και ηταν καπετανιος. Ηταν φτωχος και ο πατερας μου τον εδινε τυρια και πραματα. Οι ανταρτες ηθελαν να σκοτωσουν δωδεκα ατομα απ τη στανη μας γιατι δεν τους χωνευαν του Σαρακατσαναιους απ το ονομα του Σουρλα. Και ολη η στανη γλυτωσε επειδη αυτος ειχε φιλια με τον πατερα μου. Ηταν Σεπτεμβριος του 1946 και συννενοειται τοτε ολη η στανη να φυγουν, να παρουν τα κοπαδια όλα και να ροβολησουν. Αλλα εγινε προδοσιά παλι μεσα απ τους Σαρακατσαναιους ότι θα φευγαμε. Και ηρθαν το πρωι αυτοι εκει περα και μας αφησαν χαρις σ αυτόν τον Μακρυγιαννη. Μας εδωσαν κι ένα χαρτι να μας βοηθησουν και φυγαμε και από τοτε δεν ξαναπηγαμε εκει.
Όταν φυγαμε απο τη Φτερη το 1946, τοτε με τους ανταρτες, ειχε ένα πιστολι ο πατερας μου και παμε με τη μανα μου και έναν αλλον και το κρυψαμε. Το βαλαμε μεσα σ έναν ντενεκε και το τυλιξαμε με κατι πατσιαβουρια και το θαψαμε σε ένα μερος με κατι πετρες. Και από τοτε ξαναπηγαμε το 1982, μετα από τριαντα εξι χρονια ….. Με ένα λεωφορειο, καναμε προσκυνημα εκει που ειμασταν στη Φτερη. Το πρωι πηγαμε να βρουμε το πιστολι και ψαχναμε. Εγω εχω πολύ θυμητικο και λεω μην ψαχνετε αλλου, εδώ είναι. Πηγα όπως πηγαινει η μελισσα στο μελισσι. Και πηραμε έναν γκασμα και σκαψαμε και το βρηκαμε. Το βρηκαμε, αλλα ηταν βεβαια σκουριασμενο. Οι σφαιρες δεν επαθαν τιποτα ομως, ηταν αθικτες. Το οπλα οι Σαρακατσαναιοι τα ειχαν για να τουφεκαν κανα λυκο, τα ζωα, …αλλα τοχαν και για περηφανεια.

Γρουναίοι στην Εκκάρα το 1956


ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Το απαν κατ το καναμε μεχρι το 1946 και σταματησαμε το 1950. Κολλακα (Κυρτωνη είναι η σημερινη ονομασια, κοντα στην Αταλαντη) – Πιερια. Το 1947 ξεκαλοκαιριασαμε στον Δομοκο, στα μεταλλεια, αλλα ηρθε και μας εκαψε τα καλυβια ο στρατος, γιατι ελεγαν ότι οι Σαρακατσαναιοι τροφοδοτουν τους ανταρτες. Και φύγαμε και πήγαμε στην Ατάλαντη για δυο χρονια και το 1950 ηρθαμε μονιμα εδώ στην Εκκαρα Δομοκου, με εκατον ογδοντα προβατα και ογδοντα γιδια.. Οι περισσοτεροι Σαρακατσαναοι του Ολυμπου, των Πιεριων αλλα και των Αγραφων εχουν εγκατασταθει στην περιοχη του Δομοκου. Οι χωριατες εδώ μας φερθηκαν καλα. Μας ζηλευαν βεβαια που ειχαμε πολύ κτηνοτροφια και το 1956 εκαναν αναδασμο. Στο χωριο ηταν λιγοι κατοικοι που ειχαν καταστραφει και φεραμε εδώ ολοι μαζι, εννεα χιλαδες προβατα. Στην αρχη ηρθαμε καμμια σαρανταρια οικογενειες, αλλα υστερα ηρθαν κι αλλοι. Συνολικα στην Εκκαρα ειμαστε γυρω στις πενηντα πεντε οικογενειες. Ο πρωτος που αγορασε σπιτι ηταν ο πατερας μου. Προβατα ειχαμε μεχρι το 1964. Το 1952 πεθανε η γυναικα μου και το 1964 ανοιξα το μαγαζι. Η πρωτη μου γυναικα ηταν το γενος Ποταμιά, αυτοι πηγαιναν το καλοκαιρι στο Αργυροπουλι στον Όλυμπο και ξεχειμαζαν στο Κοκκινο Βοιωτιας.
Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ  (14 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΣ)
Εγω και καποιοι αλλοι, δεν μπορω να βαλω τον εαυτο μου μονο, ειχαμε το παθος για να ενωσουμε τους Σαρακατσαναιους και να κανουμε τον συλλογο Εκκαρας-Δομοκου.  Το 1980 φεραμε τα παιδια με το χορευτικο από τους φοιτητες της Αθηνας για να τους τονωσουμε. Εκανα την κινηση, πηρα την πρωτοβουλια και λεω να φερουμε τα παιδια να χορεψουν για να κανουμε τον συλλογο. Ειχα το μαγαζι και ειπαμε με καποιους να βαλουμε τα εξοδα να ρθει το λεωφορειο. Και ετσι ξεκίνησε και εφτιαξαμε τον συλλογο. Μετα από δωδεκα χρονια λειτουργίας εγω εγινα Προεδρος για αλλα δεκα τεσερα χρόνια και παντα ημαν κοντα στο συλλογο, όλα τα χρονια μέσα στο συμβουλιο. Και μετα καναμε τον χορο και στους Βελεσσιώτες και στην Ομβριακή και στην Παναγια και ειχε κοσμο από ολη την περιοχη. Σημερα είναι ενας Συλλογος με τις στολες του (στολες εχουμε καινουργιες, οι παλιες χαθηκαν, τις πηραν οι γυρολογοι) και συγκεντρωνομαστε για τον χορο παρα το ότι δεν υπαρχουν πολλα νεα παιδια.


Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη