Υστεροβυζαντινό ανάγλυφο από τον Δομοκό




ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: Γιώργος Πάλλης αρχαιολόγος 
ΘΕΜΑ: Υστεροβυζαντινό ανάγλυφο από το Δομοκό 

Στις 23 Οκτωβρίου 2006, σε αυτοψία μας στο Δομοκό, ο αρχιτεχνίτης της 24ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Παναγιώτης Τσαούσης εντόπισε στον περίβολο του ενοριακού ναού της Αγίας Παρασκευής μαρμάρινο αρχιτεκτονικό μέλος βυζαντινών χρόνων με ανάγλυφο διάκοσμο (εικ. 1). Η Εφορεία μερίμνησε για την περισυλλογή και τη μεταφορά του αντικειμένου στο Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας, όπου εισήχθη με αρ.κατ. ΦΘ Λ 89. Αν και μεμονωμένο και αποσπασμένο από την αρχική του θέση, την οποία αγνοούμε, το εύρημα αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον από την άποψη της τέχνης του και αποτελεί μία ένδειξη για τη δραστηριότητα στην περιοχή του Δομοκού κατά την εποχή όπου χρονολογείται. Πρόκειται για αρχιτεκτονικό μέλος λαξευμένο σε γκριζογάλανο μάρμαρο, σωζόμενο σε διαστάσεις 0,59 μ. μήκος, 0,11 μ. ύψος και 0,32 μ. πλάτος, με αποσπασμένα τα δύο άκρα του και ορισμένες αποκρούσεις στην περίμετρο. Η κύρια όψη του, που φέρει τον ανάγλυφο διάκοσμο, είναι λοξότμητη. Η ελαφρά επικλινής άνω πλευρά είναι αδρά επεξεργασμένη και φέρει δύο μικρούς τόρμους, έναν κυκλικό και έναν τετράγωνο (εικ. 2). 
Η οπίσθια όψη είναι επίσης λοξότμητη, αλλά, χαμηλότερη από την κύρια και ακόσμητη. Η κάτω πλευρά έχει λαξευτεί αδρά αλλά πιο επιμελημένα σε σύγκριση με την επάνω, με επάλληλα λοξά, πυκνά κτυπήματα (εικ. 3). Η ταύτιση της χρήσης του αντικειμένου είναι προβληματική. Η αδρή λάξευση της κάτω πλευράς παρουσιάζεται κυρίως σε κοσμήτες τοποθετημένους επάνω από ανώφλια θυρωμάτων· ωστόσο, η μορφή της λοξότμητης πίσω πλευράς δείχνει ότι αυτή θα ήταν ορατή και σε ετούτη την περίπτωση το μέλος θα ήταν μάλλον επιστύλιο τέμπλου. 
Προς τη δεύτερη εκδοχή συνηγορούν και οι δύο τόρμοι στην άνω πλευρά, που ίσως χρησίμευαν για την ανάρτηση κανδηλιών. Εάν όμως πρόκειται για επιστύλιο τέμπλου, η κάτω πλευρά του θα έπρεπε να ήταν λειασμένη ή και διακοσμημένη, αντί για την υπάρχουσα αδρή λάξευση. Το ζήτημα της αρχικής θέσης και χρήσης του γλυπτού παραμένει επομένως ανοικτό και για λόγους διευκόλυνσης θα αναφέρεται στο εξής ως κοσμήτης – θυρώματος ή τέμπλου. 
Η κύρια όψη όπου αναπτύσσεται ο ανάγλυφος διάκοσμος, είναι όπως σημειώθηκε λοξότμητη και το ύψος της διακοσμημένης ζώνης ξεπερνά κατά τι τα 0,12 μ. Τη ζώνη αυτή ορίζουν μία λεπτή κάθετη ακόσμητη ταινία κατά μήκος της επάνω πλευράς και μία λεπτότερη στην κάτω. Ο διάκοσμος αποτελείται από πλέγμα φυτικού βλαστού σε επαναλαμβανόμενους συνδυασμούς. Ο βλαστός είναι απλός ταινιωτός και ανά ίσα διαστήματα σχηματίζει κάθετα στοιχεία από δύο κομβούμενες ταινίες, που ορίζουν ορθογώνια διάχωρα, μέσα στα οποία διακλαδίζονται οι προεκτάσεις των πρώτων δημιουργώντας ένα είδος ριπιδίου, με μικρά φύλλα στον κορμό τους (εικ. 4). 
Ο διάκοσμος αποδίδεται σε χαμηλό ανάγλυφο και τα σημεία διασταύρωσης των επίπεδων ταινιών τονίζονται με βαθειές εγχαράξεις. Τα ενδιάμεσα κενά είναι αδρά λαξευμένα, ίσως για την ένθεση χρωματιστής κηρομαστίχης.Το συγκεκριμένο διακοσμητικό θέμα, που θυμίζει αραβούργημα, εμφανίζεται στη συγκεκριμένη μορφή σε έργα γλυπτικής που χρονολογούνται κυρίως κατά τα τέλη του 13ου-αρχές του 14ου αι. Στενή ομοιότητα παρουσιάζει με κοσμήτη εντοιχισμένο στην Επισκοπή του Άνω Βόλου1 . Παραλλαγές του ίδιου διακοσμητικού θέματος, κυρίως ως προς την ανάπτυξη του βλαστού, απαντούν σε ταινίες που κοσμούν γλυπτά της ίδιας περιόδου: σε ανάγλυφο (κοσμήτη;) εντοιχισμένο στο ναό της Επισκέψεως στη Μακρινίτσα του Πηλίου2 , σε πλάκα (θωράκιο;) εντοιχισμένη στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Συκάμινο της Αττικής3 και σε επιστύλιο του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών
Mία παραλλαγή του ίδιου θέματος βρίσκεται σε ομάδα ανάγλυφων σαρκοφάγων από την περιοχή του Πηλίου: στη σαρκοφάγο της Άννας Μαλιασηνής, που χρονολογείται μεταξύ του 1274-12765 , και σε τμήματα σαρκοφάγου στη μονή Πέτρας στην Πορταριά6 και την Επισκοπή Βόλου7 . Ως πολυπλοκότερη εκδοχή του θέματος μπορεί να θεωρηθεί το ανάγλυφο υπέρθυρο του καθολικού της μονής Χελανδαρίου στο Άγιον Όρος, των αρχών του 14ου αι. Για την προέλευση του θέματος αυτού έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Ο G. Millet, αναφερόμενος στα ανάγλυφα του Πηλίου, εκτιμά ότι έχουν σελτζουκικές επιρροές (13ος αι.), επισημαίνει όμως και το σταθερό ενδιαφέρον της λεγόμενης ελλαδικής σχολής της βυζαντινής τέχνης για αραβικά θέματα, ήδη από τις αρχές του 11ου αι.9 O Α. Grabar θεωρεί ότι τα πρότυπα προέρχονται από ισλαμικά υφάσματα, μέσω ιταλικών απομιμήσεών τους10. H εισαγωγή θεμάτων που μιμούνται την αραβική γραφή στη βυζαντινή γλυπτική γίνεται ιδιαίτερα αισθητή από τον 10ο αι.11, οπότε σημειώνεται μεγάλη διάδοσή τους γενικά στις διακοσμητικές τέχνες (στη μεταλλοτεχνία, την κεραμεική, την υφαντική, αλλά και στον κεραμοπλαστικό διάκοσμο των εξωτερικών όψεων κτηρίων). 
Τα λεγόμενα κουφικά ή ψευδοκουφικά μοτίβα, τα οποία αντιγράφουν ή μιμούνται χαρακτήρες της πρώιμης αραβικής γραφής, εμφανίζονται για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο σε πολύ μεγάλο αριθμό και ποικιλία, στο ναό της Παναγίας στη μονή του Οσίου Λουκά (μετά τo 961), όπου χρησιμοποιούνται στα κεραμοπλαστικά κοσμήματα της τοιχοποιίας και στον ανάγλυφο διάκοσμο των εξωτερικών όψεων και στοιχείων του εσωτερικού.
 Η εμφάνισή τους στο μνημείο αυτό έχει συνδεθεί κατά μία άποψη με την οριστική νίκη του Βυζαντίου κατά των Αράβων, την οποία σηματοδότησε η ανακατάληψη της Κρήτης το έτος 96113. Δεν θα πρέπει όμως να αντιμετωπίζεται εκτός του πλαισίου των συνεχών πολιτιστικών αλληλεπιδράσεων και ανταλλαγών μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, κυρίως μέσω του εμπορίου, οι οποίες είχαν μακρά διάρκεια, παρά τις πολεμικές αναμετρήσεις. Τα κουφικά κοσμήματα γνώρισαν στη συνέχεια σημαντική διάδοση στη γλυπτική, με ποικίλες παραλλαγές. Κατά το β΄ μισό του 13ου αι. και ιδίως προς τα τέλη του σημειώθηκε μία αξιοσημείωτη ανανέωση της μορφής τους, μαζί με τη νέα τότε άνθηση της διακοσμητικής γλυπτικής, η οποία διήρκεσε μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου, 14ου αι., για να σβήσει πλέον κατά τον 15ο. Όπως ήδη αναφέραμε, το θέμα που χρησιμοποιείται στο ανάγλυφο του Δομοκού έχει ως βασικό του στοιχείο τα δύο κάθετα στελέχη που ορίζουν τους χώρους όπου αναπτύσσονται οι βλαστοί. Τα στελέχη αυτά είναι μια εξελιγμένη και έντονα σχηματοποιημένη εκδοχή κουφικού γράμματος, που εμφανίζεται στη διακοσμητική γλυπτική ήδη από τον 10ο αιώνα, στο ναό της Παναγίας του Οσίου Λουκά, και στην πορεία γνωρίζει διάφορες παραλλαγές. Ιδιαίτερη ποικιλία παρατηρείται στη σχεδίαση των ενδιάμεσων βλαστών. 
Η νέα απόδοση του θέματος από τα τέλη του 13ου αι., με τον στενό κύκλο της ενότητας των παραλλαγών που είδαμε παραπάνω, συνδέεται μεν με τους παλαιότερους τύπους, αλλά παρουσιάζει μια νέα τεχνοτροπική αντίληψη, η οποία διαδίδεται ιδιαίτερα στο χώρο της Θεσσαλίας και χαρακτηρίζεται από τη συμμετρία, τη μεγαλύτερη σαφήνεια του επαναλαμβανόμενου σχεδίου, τη χρήση ταινιών ίσου πάχους και την εκτέλεση σε επιπεδόγλυφη τεχνική. Η αλλαγή αυτή υποκρύπτει ίσως μια ανανέωση των αραβικών μοτίβων με εισαγωγή νέων στοιχείων από την Ανατολή14 
και σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διερευνηθεί ο ρόλος των Σελτζούκων ή και των Αράβων της Ανδαλουσίας, για τον οποίο κάνουν λόγο παλαιότεροι μελετητές. Επανερχόμενοι στον κοσμήτη από τον Δομοκό, παρατηρούμε ότι το ανάγλυφο έχει εκτελεστεί στη λεγόμενη επιπεδόγλυφη τεχνική, που συνήθως συνδυάζεται με τη χρήση χρωματιστής κηρομαστίχης, η οποία συμπληρώνει το βάθος του διακόσμου, ζωντανεύοντας το τελικό αποτέλεσμα και αναδεικνύοντας το σχέδιο χάρη στην αντίθεση ανάμεσα στο μάρμαρο και το χρώμα της ένθετης ύλης ή τη σκιά, όπου δεν τοποθετείται τέτοια. Η τεχνική αυτή, που είναι γνωστή ήδη από την παλαιοχριστιανική και τη μεσοβυζαντινή περίοδο, γνωρίζει κατά τα τέλη του 13ουαρχές του 14ου αι. ιδιαίτερη διάδοση στη γλυπτική15. Εκτός από τα παραδείγματα που έχουν ήδη μνημονευθεί, έργα εκτελεσμένα σε αυτή την τεχνική, με πολλά κοινά στοιχεία και, κατα περίπτωση, ομοιότητες μεταξύ τους εντοπίζονται στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία (Πόρτα Παναγιά, Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας, Αγία Σοφία Αχρίδας, καθολικό μονής Χελανδαρίου). Ο Θεοχάρης Παζαράς, που έχει μελετήσει τη συγκεκριμένη ομάδα, θεωρεί ότι πρόκειται για έργα του ίδιου εργαστηρίου, η έδρα του οποίου εκτιμά ότι βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη16. Σύγχρονα δείγματα της ίδιας τεχνικής εντοπίζονται πάντως και στην Κωνσταντινούπολη, σε γλυπτά από τη Νότια Εκκλησία του καθολικού της Μονής του Λιβός (Fenari Isa Camii), κτίσμα της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, χήρας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, που χρονολογείται μεταξύ του 1282 και του 130417 . Συνοψίζοντας τα παραπάνω στοιχεία, το ανάγλυφο από τον Δομοκό μπορεί με βάση την τέχνη και την τεχνική του να χρονολογηθεί στα τέλη του 13ου-αρχές 14ου αι. και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα γλυπτικής της περιόδου αυτής, με αραβικές επιδράσεις αφομοιωμένες στηντεχνοτροπία της ύστερης βυζαντινής περιόδου. 
Καλλιτεχνικά εντάσσεται σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις στην παραγωγή της γειτονικής Μαγνησίας, όπου άκμασε η διακοσμητική γλυπτική από το β’ μισό του 13ου αι., με τη δραστηριοποίηση συνεργείων ικανών μαρμαράδων, στους οποίους οφείλουμε σημαντικά γλυπτά, όπως η σαρκοφάγος της Άννας Μαλιασηνής. Προσγράφεται επίσης στην αναγνωρίσιμη και ομοιογενή ενότητα των έργων υστεροβυζαντινής γλυπτικής που έχουν εκτελεστεί στην επιπεδόγλυφη τεχνική, η ευρεία διάδοση της οποίας στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία έχει πιθανώς ως αφετηρία τη Θεσσαλονίκη, μείζον καλλιτεχνικό κέντρο της περιόδου. Εκτός από τα παραπάνω, ο εξεταζόμενος κοσμήτης αποτελεί ένα τεκμήριο για την οικοδομική και καλλιτεχνική δραστηριότητα στον υστεροβυζαντινό Δομοκό –είναι μάλιστα, απ' όσο γνωρίζουμε, το πρώτο γνωστό δείγμα βυζαντινής γλυπτικής από την περιοχή του. 
Την εποχή κατά την οποία φιλοτεχνήθηκε το έργο αυτό, ο Δομοκός αποτελούσε έναν οχυρωμένο οικισμό με στρατηγική σημασία, λόγω της καίριας θέσης του επάνω στην είσοδο του κεντρικού οδικού περάσματος από τη Θεσσαλία προς τη νότια Ελλάδα, μέσα από τον ορεινό όγκο της Όθρυος, και παρέμενε επίσης έδρα της επισκοπής Θαυμακού18. Το 1204 κυριεύθηκε από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας, για να περιέλθει σχετικά σύντομα, το 1218, στην επικράτεια του ανεξάρτητου βυζαντινού κράτους της Ηπείρου και κατόπιν, το 1267/8, στο κρατίδιο της Μεγάλης Βλαχίας.
 Μετά το 1275, ο οικισμός πέρασε ως προίκα στην κυριαρχία του γαλλικού δουκάτου των Αθηνών, μέχρι την κατάκτησή του από τους Καταλανούς το 1309. 
Από την άποψη των ιστορικών δεδομένων, η ανέγερση και διακόσμηση με μαρμάρινα γλυπτά ενός νέου ναού στο Δομοκό ή η ανανέωση του ανάγλυφου διακόσμου μιας ήδη υπάρχουσας εκκλησίας, θα ήταν προσφορότερο να γίνει στο β’ ή το γ’ τέταρτο του 13ου αι. –σε αυτή την περίπτωση, η χρονολόγηση του αναγλύφου μας θα μπορούσε να τοποθετηθεί προς το τέλος αυτού του διαστήματος. 

Υστεροβυζαντινό ανάγλυφο από τον Δομοκό, Πρακτικά 5ου Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας (Λαμία, 16-18 Νοεμβρίου 2010), Λαμία 2015, 151-156.

1 . Π. Ανδρούδης, «Ο γλυπτός διάκοσμος της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Επισκοπή Άνω Βόλου και ο εντοιχισμένος γλυπτός του διάκοσμος, ΔΧΑΕ περ. Δ΄, τ. ΚΗ΄(2007),
92, εικ. 9.
2 . Γ.Α. Σωτηρίου, «Αραβικαί διακοσμήσεις εις τα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδος»,
ΔΧΑΕ περ. Β΄, τ. Γ΄(1933) 79, εικ. 34.
3 . Ι.Ν. Κουμανούδης, «Συμπληρωματική έρευνα επί των χριστιανικών μνημείων του
Ωρωπού», ΔΧΑΕ περ. Δ΄, τ. Ε’ (1966-69), 82, πίν. 40α.
4 . Σωτηρίου, ό.π., 78-79, εικ. 32.
5 . Ν.J. Giannopoulos, Les constructions byzantines de la région de Démétrias
(Thessalie), BCH 44 (1920), 195-196, fig. 8. G.C. Miles, Byzantium and the Arabs:
Relations in Crete and the Aegean Area, DOP 18 (1964) 26, εικ. 53. A. Grabar, Sculptures
By zantines du Moy en Age, II (XIe-XIVe siècles), Paris 1976, 151. Θ. Παζαράς, «Συμπλήρωση της σαρκοφάγου της Άννας Μαλιασηνής», Αφιέρωμα στη μνήμη Στυλιανού Πελεκανίδη. Μακεδονικά Παράρτημα 5, Θεσσαλονίκη 1983, 353-364. Ο ίδιος, Ανάγλυφες
σαρκοφάγοι και επιτάφιες πλάκες της μέσης και της ύστερης βυζαντινής περιόδου στην
Ελλάδα, Αθήνα 1988, 38-40, αρ. 45Α-Δ, εικ. 30β, 31, 32α-β.
6 . Παζαράς, Σαρκοφάγος Μαλιασηνής, ό.π., 360, πίν. 5δ. Παζαράς, Σαρκοφάγοι
και επιτάφιες πλάκες, ό.π., 40, αρ. 46Α, πίν. 34.
7 . A. Grabar, Sculptures By zantines du Moy en Age, II (XIe-XIVe siècles), Paris 1976, πίν.
CXXXIa. Παζαράς, Σαρκοφάγος Μαλιασηνής, 360, πίν. 6α-β. Παζαράς, Σαρκοφάγοι και
επιτάφιες πλάκες, 40, αρ. 46Β, πίν. 35α-β.
8 . Σωτηρίου, ό.π., 79-80, εικ. 40.
9 . G. Millet, Remarques sur les sculptures byzantines de la région de Démétrias
(Thessalie), BCH 44 (1920) 212-214.
1 0 . Grabar, ό.π., 152.
11 . Miles, ό.π., 24-26, εικ. I, 36-53. Ν. Μπονόβας – Α, Τζιτζιμπάση (επ. ), Βυζάντιο
& Άραβες, Κατάλογος έκθεσης (Οκτώβριος 2011-Ιανουάριος 2012), Θεσσαλονίκη 2011,
146-172.
1 2 . Λ. Μπούρα, Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού της Παναγίας στο μοναστήρι του
Οσίου Λουκά, Αθήνα 1980, 18-21, 100-102, 111-114, εικ. 7-8, 11-14, 100, 165-170, 182-
183, 185.
1 3 . Μπούρα, ό.π., 20-21.
1 4 . Miles, ό.π., 25. Grabar, ό.π., 152.
1 5 . Παζαράς, Σαρκοφάγος Μαλιασηνής, ό.π., 362.
1 6 . Th. Pazaras, “Reliefs of a Sculpture Workshop operating in Thessaly and Macedonia
at the end of the 13th and the beginning of the 14th century”, L' Art de Thessalonique et des
pay s Balcaniques et les courants spirituels au XIVe siècle, Belgrade 1987, 159-182. Θ.Ν.
Παζαράς, «Η γλυπτική στη Μακεδονία κατά την Παλαιολόγεια περίοδο», στο Η Μακεδονία κατά την εποχή των Παλαιολόγων (Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 14-20 Δεκεμβρίου
1992), Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 2002, 476-479, εικ. 17-32.
1 7 . Th. Macridy, The Monastery of Lips and the Burials of the Palaeologi, DOP18 (1964)
268, εικ. 62-63. Grabar, ό.π., 127-129, αρ. 128, πίν. CIVc, CV.
1 8 . Α.Π. Αβραμέα, Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204. Συμβολή εις την ιστορικήν γεωγραφίαν. Διατριβή επί διδακτορία, εν Αθήναις 1974, 111, 174. J. Koder-Fr. Hild,
Tabula Imperii By zantini, Hellas und Thessalia, Wien 1976, 148-149. P. Magdalino, The
History of Thessaly (1266-1393), Unpublished Ph.D. Thesis, Oxford 1976, 71 και σποραδικά.












#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!