Το άσμα της Μεγάλης Παρασκευής στα χωριά του Δομοκού

Το άσμα της Μεγάλης Παρασκευής στα χωριά του Δομοκού

Τη Μεγάλη Παρασκευή, όλη τη μέρα, οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα και ομάδες αγοριών τραγουδούν από σπίτι σε σπίτι το θρηνητικό τραγούδι για τα Πάθη του Χριστού… Το «άσμα της Μεγάλης Παρασκευής» είναι τραγούδι πανελλαδικό και τραγουδιέται απ’ τον Πόντο και τη Θράκη, ως τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, με μικρές ωστόσο παραλλαγές.
Στην περιοχή του Δομοκού το θρηνητικό αυτό άσμα δεν τραγουδιόταν ολόκληρο και ξεκινούσε συνήθως από το στίχο : «Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη ημέρα…».

Του Χριστού τα πάθη

Καλόν και τ’ άγιος ο Θεός καλόν και που το λένε
Και όποιος το λέει σώνεται και όποιος τ’ ακούει αγιάζει
Και όποιος το παραφουγκρασθεί παράδεισο θα λάβει
Παράδεισο και λειτουργό και μέγα μοναστήρι
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
Εκεί δένδρο δεν ήτανε δένδρο ξεφανερώθει
Το δένδρον ήταν ο Χριστός και η κλάρες οι προφήτες
Μα προφητεύαν και έλεγαν και του Χριστού τ’ απάθι
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη ημέρα
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι οι Οβραίοι
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
Για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων βασιλέα
Κι ο Κυριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι
Να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
Την προσευχήν της έκανε για τον μονογενή της
Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα
«Σώνουν, κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
Και τον υιόν σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε»…
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
Σταυρώνουν και ραπίζουνε και ψευδομαρτυρούνε
Και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννούνε
Τα μάρμαρα δακρύσανε και η γης αναταράχθη
Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι εχάθη
Το Φαραώ εστείλανε να κόψει τριά περόνια*
Και αυτός ο τρισκατάρατος βαρεί και κόβει πέντε
Βρε Φαραέ που τάκοψες πρέπει να μας διατάξεις
Τώρα που μ ερωτήσατε πρέπει να σας διατάξω
Τα δύο βάλτε στα πόδια του και τάλλα δυο στα χέρια
Το τρίτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του
Να βγάλει ξύδι και γυαλί και αφράτο παξιμάδι
Να φάει ή κυρά μας Παναγιά να φάει και ο κόσμος ούλος
Και η Παναγιά που τάκουσε ευρέθη λιγωμένη
Αγγέλοι-αγγέλοι την κρατούν και Απόστολοι της λένε
Κυρά μου καν’ απομονή κυρά μου κάν’ ανέσι
Βρε πώς να κάμω απομονή βρε πώς να κάμω ανέσι
Ένα υιό μονονυιό και κείνον σταυρωμένον
Δεν είν’ γκρεμνός αν γκρεμισθώ γιαλός να πέσω μέσα
Δεν είν’ σπαθάκι δίκοπο να κόψω το λαιμό μου
Το μονοπάτι έπιασε το μονοπάτι πιάνει
Το μονοπάτι τνέβγαλε στην πόρτα του Πιλάτου
Βρίσκει τις πόρτες κλειδωτές και τα κλειδιά παρμένα
Και οι πόρτες απ το φόβο τους ανοίγουν μοναχές τους
Και μέσα όπου έμπαινε και μέσα όπου μπαίνει
Τηράει δεξιά τηράει ζερβά κανέναν δεν γνωρίζει
Τον Αγιογιάννη πρόδρομο και βαπτιστή του υιού της
Μην είδες μεν τον υιούλη μου και σεν το δάσκαλό σου;
Ποιος έχει στόμα να στο ειπεί και χέρια να στον δείξει
Ποιος έχει πέτρινη καρδιά να σου το μολογήσει
Τον βλέπεις κείνον το γυμνό των πάντων σταυρωμένον
Εκείνος είν’ ο υιούλης σου και μεν ο δάσκαλός μου…

*Περόνια: αιχμές, καρφιά.

  Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com


Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη