Ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς στο Δομοκό

Ο Ήρωας και πρωτεργάτης του Μακεδονικού αγώνα Παύλος Μελάς στο Δομοκό
Γράφει ο Δημήτρης Καρέλης
 Ο αξιωματικός πυροβολικού του Ελληνικού Στρατού και πρωτεργάτης του Μακεδονικού αγώνα Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας στις 29 Μαρτίου 1870. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Γ. Μελάς (1833 – 1897), μέλος της ομώνυμης, μεγάλης και ιστορικής οικογένειας των Ιωαννίνων, με ρίζες στο Βυζάντιο, γεννημένος στη Σύρα, Βουλευτής Αττικής και Δήμαρχος Αθηναίων, μητέρα του ήταν η Ελένη το γένος Βουτσινά από την Οδησσό και πεθερός του ο Στέφανος Δραγούμης, καθώς ο Παύλος είχε παντρευτεί την κόρη του Ναταλία, τη «Νάτα» του όπως ο ίδιος την αποκαλούσε. Μετά τη μετακίνηση της οικογένειας στην Αθήνα, σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ' όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού το 1891.
Ο ήρωας του Μακεδονικού αγώνα Παύλος Μελάς, έλαβε το βάπτισμα του πυρός στον «ατυχή» πόλεμο του 1897. Εκείνες τις δύσκολες μέρες για την πατρίδα μας ο ανθυπολοχαγός του πυροβολικού Παύλος Μελάς ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού αλλά και ως ένας μεγάλος ήρωας, έζησε το κλίμα του πολέμου στο Δομοκό και αργότερα τη Λαμία. Ο Παύλος υπηρετεί ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο, όταν τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1897 διατάσσεται να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού, γιατί το μεσημέρι της επόμενης ημέρας αναχωρεί στρατός, για να καταλάβει την Κρήτη. Απογοητευμένος γιατί η δική του μονάδα δε μετέχει σ΄ αυτή την επιχείρηση, επιστρέφει στο σπίτι του και ενημερώνει τους δικούς του. Και παρά την πίκρα του, παίρνοντας μέρος στη γενική χαρά γράφει στο σημειωματάριό του «...με κόπο συγκρατώ τα δάκρυά μου... Θεέ μου, κάμε να σωθή αυτός ο δυστυχής τόπος... δεν έζησα παρά με αυτήν και δι’ αυτήν την ιδέαν. Και σήμερα ήλθεν επί τέλους η ποθητή στιγμή...». Ο Παύλος Μελάς ανήκε στο τρίτο σύνταγμα πυροβολικού, στην δεύτερη πεδινή πυροβολαρχία του πρίγκιπα Νικολάου, όπου είχε προσκολληθεί και ο Σουηδός υπολοχαγός Κλέεν. Ο τελευταίος είχε έρθει στην Ελλάδα για να παρακολουθήσει την εξέλιξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 κι οι δυο τους συνδέθηκαν με στενή φιλία.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου ο Παύλος κατευοδώνει μια στρατιωτική φάλαγγα, μαθαίνει με χαρά ότι η πεδινή πυροβολαρχία του πρίγκιπα Νικολάου στην οποία υπηρετεί, διατάσσεται ν’ αναχωρήσει το γρηγορότερο για τη Λάρισα. Πετώντας σχεδόν επιστρέφει στο στρατώνα του για να καταλήξει σπίτι του και να παίξει με το γιο του. Πρώτη φορά δεν αισθάνεται λύπη που θα αφήσει τους δικούς του. Μετά τρεις ημέρες επιβιβαζόμενοι σε πλοία στον Πειραιά αναχωρούν και μέσω Χαλκίδας φθάνουν στο Βόλο κι από κει σιδηροδρομικώς καταλήγουν στη Λάρισα, όπου η υποδοχή που τους γίνεται αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. «…Είμαι ευτυχής μόνον με την ιδέαν ότι είμεθα εδώ δια να υπερασπίσωμεν την πατρίδα...», γράφει στη γυναίκα του περιμένοντας την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, «...από στιγμής εις στιγμήν αναμένομεν να φύγωμεν. Ο Θεός να δώση...».
Σε διάστημα ενός μηνός μέχρι και τις 3 Μαΐου, δυο μέρες πριν τη μάχη του Δομοκού, ο Παύλος Μελάς έγραψε αρκετές επιστολές στους δικούς του. Σε μερικές από αυτές εκφράζει την αγανάκτησή του για την επαίσχυντη φυγή του Ελληνικού στρατού και στέφεται εναντίον των πολιτικών και στρατιωτικών, ενώ σε άλλες αποτυπώνεται το υψηλό φρόνημα των κατώτερων αξιωματικών να αντισταθούν μέχρις εσχάτων στη μάχη του Δομοκού που σε λίγο θα ακολουθούσε. Η γενική εφεδρεία στο Δομοκό αποτελούνταν από την 1η Ταξιαρχία του συνταγματάρχη (ΠΖ) Ιωάννη Δημόπουλου, όπου υπηρετούσε ως ανθυπολοχαγός ο Παύλος Μελάς, 4 πεδινές πυροβολαρχίες, ένα ακόμη ουλαμό και τρεις λόχους μηχανικού. Στις 5 Απριλίου 1897 αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Το τηλεγράφημα του Παύλου που φθάνει στην Αθήνα φανερώνει τον ενθουσιασμό του για το ξεκίνημα του πολέμου «...Ευχηθείτε υπέρ πατρίδος μόνον. Ασπάζομαι πάντας. Εύχομαι Μίκης αισθανθή ποτέ και αυτός χαράν μου…». Ο αρχικός του ενθουσιασμός κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, πολύ σύντομα μετατρέπεται σε αφάνταστη πίκρα, λόγω της τροπής που πήρε για την Ελλάδα εκείνος ο πόλεμος.
Από τα επόμενα γράμματα προς τη γυναίκα του, γραμμένα τα περισσότερα βιαστικά με μολύβι, περνούν τα δυσάρεστα γεγονότα αλλά και τα όσα νιώθει ο ίδιος αυτές τις τριάντα οδυνηρές μέρες του 1897. Έτσι ο αρχικός του ενθουσιασμός του, «...εις ολίγα λεπτά φεύγομεν δια το Μπουγάζι (αριστερά του Τυρνάβου)... Περιττόν να σου ειπώ την χαράν, την ευτυχία μου...», μετατρέπεται γρήγορα σε απογοήτευση: «...Δεν σου περιγράφω την κατάσταση αυτήν, διότι παραφρονώ όταν την συλλογίζομαι ...32.000 άνδρες το έκοψαν λάσπη στο άκουσμα πώς έρχονται οι Τούρκοι...». Ύστερα, και πάλι σε καινούρια ελπίδα με τη διαταγή του Διαδόχου, «...ότι θέλομεν υπερασπισθή το έδαφος του Δομοκού...», απ’ όπου έγραψε, «Μιχαήλ Μελά, Αθήνας-Δομοκός, Τετάρτη 30 Απριλίου 1897, Δυο λέξεις δια να σας ειπώ δη είμαι, δυστυχώς, πολύ καλά... Είμεθα κατηυλισμένοι έξω του Δομοκού, τρώγομεν από το συσσίτιον των αξιωματικών και επομένως ουδέν έξοδον έχω... Ευτυχείς εκείνοι οι όποιοι δεν ζουν και δεν βλέπουν τας αλλεπαλλήλους ατιμίας των διαφόρων πολιτικών και στρατιωτικών…».
Οι Παύλος Μελάς και υπολοχαγός Κλέεν είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν ως την τελευταία ρανίδα του αίματός τους. «…Στις 2-5-1897 γράφει στον πατέρα του: «Τα εν Δομοκώ εγώ δεν βλέπω με τόσην απογοήτευσιν. Όσοι έχομεν ολίγον φιλότιμον και φιλοπατρίαν, εγίναμεν χίλια κομμάτια δια να τακτοποιήσωμεν και ενθαρρύνωμεν τον στρατόν μας, και σας βεβαιώ ότι οι ταπεινοί και ασήμαντοι ανθυπολοχαγοί, κατώρθωσαν προς τούτον τον σκοπόν, πολύ περισσότερον από λιπόψυχους και ανάλγητους αρχηγούς των. Είμεθα περίπου 40.000 άνδρες… το ηθικόν και πάλιν εξαίρετον μέχρι του βαθμού του λοχαγού, ώστε με ολίγην απόφασιν των ανωτέρων θ’ αποπλύνωμεν το αίσχος. Εγώ δεν απελπίζομαι ακόμη. Μη με παίρνετε δια τρελόν. Δεν εννοώ βεβαίως ότι θ’ ανακτήσωμεν παν ότι απωλέσαμεν, αλλ’ έχω την παποίθησιν ότι, με ολίγον θάρρος και με ολίγην φιλοπατρίαν, δυνάμεθα πολλά ακόμη να πράξωμεν όπως ολιγοστεύσωμεν την ατιμίαν της πατρίδος. Διεδίδονται φήμαι περί της προελάσεως όλων των τουρκικών δυνάμεων κατά του Δομοκού. Εγώ πεποιθώς εις την διαταγήν του Διαδόχου «ότι θέλομεν υπερασπισθή το έδαφος του Δομοκού», επήγα να κοιμηθώ δια να είμαι φρέσκος την επομένην δια την μεγάλην μάχην, εις την οποίαν αναμφιβόλως θα ελαμβάνομεν και ημείς μέρος. Ο αγών του πυροβολικού μας ήρχισεν, αλλ’ αν και επιτυχής ήτο ασθενής, το Τούρκικον ήτο πολύ ισχυρότερον. Μετ’ ολίγον μας εφώναξαν εσπευσμένως εις την πυροβολαρχίαν. Επετάξαμεν κυριολεκτικως όλοι, διότι ενομίσαμεν ότι επί τέλους επρόκειτο να λάβομεν μέρος εις την μάχη. Είχε δοθή διαταγή να ζεύξωμεν μόνον… και τοιουτοτρόπως επαναλήφθη η άτιμος και βρωμερά κωμωδία της Λαρίσης. Πεισθείς ότι ουδεμίαν μετακίνησις θα υφίστατο η πυροβολαρχία, επανήλθα εις το θεωρείον μου. Τι εξαίσιον και μεγαλοπρεπές θέαμα, και φρικτόν συγχρόνως. Δεκάδες όλαι πυροβολών εβρόντων, χιλιάδες πυροβολισμών πεζικού αντενακλώντο από την ηχώ. Δεν γνωρίζω πόσην ώραν έμεινα εκεί τρώγων τα σίδερά μου και απελπισμένος από την απραξίαν μας, ως και τόσου άλλου στρατού. Αλλ επί τέλους ο ταγματάρχης Αργυρόπουλος διέταξε και πάλιν να επανέλθωμεν εις την θέσιν μας, και εκών ακών υπήκουσα. Αλλ’ επέπρωτο ν’ απρακτήση καθ όλην την ημέραν η πυροβολαρχία μας… Εν τούτοις έμεινα εις την θέσιν μου ελπίζων πάντοτε… Ούτως επήλθεν η νυξ επί μεν του μετώπου είμεθα νικηταί, εις το δεξιόν είχομεν υποχωρήσει. Εν τούτοις πεποιθότες εις την ωραίαν και ανδρικήν διαταγήν του Διαδόχου ελέγαμεν μεταξύ μας ότι την επομένην, ως επισήμως είχεν δηλώσει τούτο ο Διάδοχος θα υπερασπιζόμεθα το έδαφος αυτό μέχρι τελευταίας ρανίδος. Επομένως κατεκλίθην μετά του Κλέεν ενωρίς δια να εγερθώμεν και ενωρίς. Αλλά πόσον διαφορετική ήτο η έγερσις εκείνης ην ανέμενα! Περί την 11η της νυκτός, ο Πρίγκιψ Νικόλαος ήλθεν αυτοπροσώπως εις το μέρος όπου εκοιμώμην με τον Κλέεν και κτυπών με ελαφρώς δια του ξίφους του μ’ εξύπνησεν, λέγων σιγαλή τη φωνή «Σήκω Μελά, θα φύγωμεν». Ανεπήδησα επί των ποδών μου, λέγων εν τρομερά εξάψει «Πάλιν εις άτιμον φυγήν θα τραπώμεν;»… Αλλ’ αυτός ουδέν απήντησεν». Δεν πήρε απάντηση καθώς η διαταγή είχε ήδη αρχίσει να εκτελείται.  Κατέληξε πάλι τότε σε απόγνωση και απελπισία γράφοντας: «…ήρχισεν η νυκτερινή αυτή υποχώρησις. Φοβερωτέρας ώρας ουδέποτε διήλθον...». Σε άλλο του γράμμα πάλι, καταλήγει: «...Σκέπτομαι αδιάκοπα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και παρακαλώ τον Θεόν να μου επιτρέψει να τα ξαναδώ, μόνον αφού σβύσωμεν την φοβεράν ατιμίαν του δυστυχισμένου τόπου μας...».  
Ο Παύλος μελάς είχε ζητήσει όταν βρέθηκε στο Δομοκό, να μετατεθεί σε πιο μάχιμη μονάδα, αυτήν του φίλου του Περικλή Βαρατάση, διοικητή της «Λεγεώνας των Ξένων» ή Φιλελλήνων, αξιωματικό του πυροβολικού και απόφοιτο της στρατιωτικής σχολής Βελγίου, πατριώτη και αξιωματικό αναγνωρισμένης αξίας και μεγάλης γενναιότητας. Τόσο είχε εντυπωσιάσει τον Παύλο η ανδρεία και η γενναιότητα που επέδειξε ο Βαρατάσης στη μάχη των Φαρσάλων, στην οποία όπως γράφει ο ίδιος, ο Περικλής σ’ εκείνη τη μάχη έδειξε απαράμιλλη ψυχραιμία και μαχητικότητα, πλησίασε δε τη λεγεώνα των Τούρκων στα 150 μέτρα, με τις σφαίρες να πέφτουν βροχή γύρω του, κι όταν σκοτώθηκε το άλογό του στη μάχη, πήρε ένα παλιάλογο και ξαναγύρισε στη φωτιά. Ο φίλος του Σουηδός υπολοχαγός Κλέεν παρακαλά να μη γίνει δεκτή η αίτησή του καθώς όπως λέει, «καλύτερα να κρατηθεί ένας τέτοιος γενναίος αξιωματικός δι’ αναγνωρίσεις και άλλας σπουδαίας αποστολάς». Όμως ο γενναίος αξιωματικός Περικλής Βαρατάσης, αδελφικός φίλος του Παύλου, χάθηκε σ’ εκείνη τη μάχη του Δομοκού καταδιώκοντας τους Τούρκους για πάνω από τρία χιλιόμετρα προς το Χατζή Εμίρ, στα βουνά της Αγόριανης Δομοκού. Τραυματίστηκε σοβαρότατα και πέθανε στη Δρανίστα όπου και ετάφη. Το τηλεγράφημα του πατέρα του Μελά, που έρχεται από την Αθήνα την 6η Μαΐου 1897 με τα λόγια, «...Απεφασίσθη ανακωχή...», είναι για τον Παύλο ο ταπεινωτικός επίλογος μιας εκστρατείας, από την οποία περίμενε πολλά! Κουρασμένος τότε περισσότερο ψυχικά παρά σωματικά, «...κατόπιν της εκ Δομοκού γενναίας φυγής μας...», όπως ειρωνικά έγραφε ο ίδιος, αρρωσταίνει με υψηλό πυρετό. Ανήσυχος ο γιατρός του Συντάγματος τον στέλνει στη Λαμία, όπου στο πλωτό νοσοκομείο «Θεσσαλία» συναντά τη γυναίκα του Ναταλία, η οποία υπηρετεί εκεί ως νοσοκόμος. Τρομαγμένη αντικρίζει τον αδύνατο και εξαντλημένο άνδρα της και σιωπηλή και ξάγρυπνη κάθεται όλη τη νύκτα στο πλάι του, ενώ εκείνος παραδέρνει σε ύπνο ταραγμένο. Φθάνοντας στη συνέχεια στην Αθήνα βρίσκει παρηγοριά στην οικογενειακή θαλπωρή. Δεν μένει όμως πολύ. Σε μία εβδομάδα ζητάει να μετατεθεί στη Λαμία, στις προφυλακές. Κι ενώ υπηρετεί χωρίς απρόοπτα στην πυροβολαρχία του, ένα μήνυμα για την αρρώστια του πατέρα του τον ταράζει. Κατεβαίνει αμέσως στην Αθήνα και τον προλαβαίνει ζωντανό. Σε δυο όμως ημέρες, ο πατέρας του πεθαίνει. Ο θάνατος αυτός, που τον συγκλονίζει, είναι γι’ αυτόν το συμπλήρωμα της εθνικής καταστροφής! Μετά το θάνατο του πατέρα του ξαναγυρίζει απαρηγόρητος στη Λαμία. Η συγκατοίκησή του με δύο αγαπητούς του συναδέλφους μετριάζει τη βαθιά του λύπη. Χωρίς αυτούς θα είχε παραιτηθεί και θα είχε επιστρέψει στο σπίτι του. Τότε μάλιστα περνά την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής του. Όπως ομολογεί και ο ίδιος «...πότε είμαι ευχαριστημένος διότι ελπίζω να διορθωθεί αυτή η κατάστασις, πότε πάλιν αηδιάζω και απογοητεύομαι και δεν θέλω ν’ ακούω και να σκέπτομαι τίποτε...». Παντού όμως και πάντα θυμάται τον πατέρα του, που κοντά του «...ελησμονούσα όλας τάς στεναχωρίας μου...». Ενώ βρίσκεται στη μονοτονία της Λαμίας, στις 5 Μαΐου 1898 κι ένα χρόνο μετά την ανακωχή του 1897, αρχίζει η εκκένωση του θεσσαλικού κάμπου από τους Τούρκους. Ο Παύλος έφιππος, επισκέπτεται το χώρο που μόλις έχουν εγκαταλείψει οι Τούρκοι και μεταξύ άλλων γράφει συγκινημένος στους δικούς του: «...είναι αδύνατον να σας ειπώ τι αισθάνεται ένας άνθρωπος, όταν επαναβλέπει μέρη και πράγματα παρά τα οποία ησθάνθη συγκινήσεις διά βίου αλησμονήτους...». Στη γυναίκα του Ναταλία γράφει: «…ο Δομοκός είναι τελείως ερειπωμένος, εκτός δέκα σπιτιών. Το αρχηγείον του Χαΐρη είναι εις αυτόν τούτο το σπίτι όπου ήτο και του Διαδόχου! Δεν το είχα επισκεφθεί τότε παρά μιαν φορά με τον καημένον τον Περικλή Βαρατάσην, άλλη μια ανάμνησις θλιβερά…». Ο Παύλος Μελάς επισκέφθηκε τον τάφο του φίλου του στη Δρανίστα, με αφορμή μια καταγγελία για παραβίαση του τάφου του φιλέλληνα Ιταλού βουλευτή Φράτι, που σκοτώθηκε στην ίδια μάχη και ετάφη στο χωριό Μασλί, σημερινά Γαβράκια Δομοκού. Σε επιστολή του στη Ναταλία αναφέρει πως: «…αφού εχάσαμε δις ή τρις το μονοπάτι που μας είχε πάγει εις την Δρανίσταν, κατόρθωσα ν’ ανεύρω το χωρίον Μασλί εις τους πρόποδας των λόφων του Δομοκού και απ’ εκεί έφτασα εις τα Φάρσαλα στις 8 το πρωί κατάκοπος. Εις Άνω Δρανίσταν είναι θαμμένος ο αγαπητός μας Βαρατάσης. Ο τάφος είναι πλησιέστερα προς την εκκλησίαν του χωρίου, υπό θαυμάσιαν δρυν. Εις τους πόδας της απλώνεται λαγκαδάκι δασωμένος που κατηφορίζει εις την πεδιάδαν του Πενταμυλιού. Απέναντι του χωρίου ορθώνονται τα βουνά Ταμάσας-Αγόριανης, όπου εύρε τον θάνατον ο Βαρατάσης. Εκάθησα μίαν ώραν κοντά εις τον καημένον τον Περικλήν και μ’ εφαίνετο ότι τον έβλεπα και τον ήκουα. Ένιωθα ότι η συντροφιά μου τον ευχαριστούσε και δεν μου έκανε καρδιά ν’ απομακρυνθώ. Αν έβλεπες αγάπη μου τον τάφον αυτόν, τον απέριτον, τον έρημον, είμαι βέβαιος ότι θα εδάκρυζες και συ…». «Λόγια βγαλμένα μέσα από την καρδιά ενός ευγενέστατου και υπερευαίσθητου νέου ανθρώπου όπως δείχνουν τα γράμματά του ότι ήταν  ο Παύλος Μελάς, για έναν αγαπημένο φίλο και συνάδελφο πρότυπο ανδρείας και ηρωισμού, όπως ήταν ο Περικλής Βαρατάσης», γράφει ο Βασ. Μαγόπουλος.  Όπως αναφέρει ο Σεραφείμ Χατζόπουλος από το Βαρδαλή, «Κάτω από το κάστρο του Δομοκού έμενε σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι ένας λεβεντόγερος με μούσι που τον έλεγαν Γερο-Τεμπέλη. Αυτός ο γέροντας λοιπόν μια μέρα πάνω στο κάστρο, ανάμεσα σ’ άλλες ιστορίες που έλεγε σε τρία τέσσερα παιδιά, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Άγγελος, είπε πως στον πόλεμο του 1897 έμεινε λίγες βραδιές στο σπίτι τους ένας νεαρός Έλληνας αξιωματικός, που τον έλεγαν Παύλο Μελά. Ύστερα από την ταπεινωτική ήττα των Ελλήνων στη μάχη που δόθηκε σε μια δυο μέρες και για την οποία έβρισκε υπεύθυνους το διάδοχο αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο και μερικούς αξιωματικούς, είπε στον πατέρα του Γερο-Τεμπέλη, πως δεν άντεχε την ταπείνωση και ήθελε να αυτοκτονήσει. Τότε αυτός τον συμβούλεψε:
-Καπετάνιο η Πατρίδα σε χρειάζεται. Θα πολεμήσεις και σε πολλές άλλες νικηφόρες μάχες.
-Έχεις δίκιο γέροντα, του απάντησε εκείνος. Θα φύγω γρήγορα για τη Μακεδονία.
Και ξέρουμε πως τήρησε το λόγο του…».
Φέροντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897, ο Παύλος Μελάς συμμετείχε από τους πρώτους στο ιδρυθέν το 1900 Μακεδονικό κομιτάτο για την εμψύχωση του απογοητευμένου ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας και σε αντίδραση στη δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Ο ήρωας Μακεδονομάχος έδωσε τη ζωή του στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας όταν τραυματίστηκε θανάσιμα στις 13 Οκτωβρίου 1904, κατά μυστηριώδη τρόπο, σε συμπλοκή με Τούρκους πολιτοφύλακες και Βούλγαρους κομιτατζήδες, στην Στάτιστα, που σήμερα φέρει προς τιμή του το όνομα του Παύλου Μελά. Μετά το θάνατό του η δράση των Ελληνικών δυνάμεων έγινε πιο έντονη, περιορίζοντας τη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων, επιτυγχάνοντας τελικά την πολυπόθητη ένωση της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας με την Ελλάδα.

Πηγές:
  • Ναταλία Π. Μελά, Παύλος Μελάς. Βιογραφία από διηγήσεις, αναμνήσεις, γράμματα δικά του και άλλων. Δωδώνη, 2014 
  • Καρέλης, Δημήτρης, «Η γη που γεννήθηκε ο ΈλληναςΗ ιστορία της Βόρεια Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός, 2013. 
  • Μαγόπουλος, Βασίλειος, «Παύλος Μελάς – Περικλής Βαρατάσης, Δύο αχώριστοι φίλοι στη μάχη του Δομοκού 5-5-1897», Αθήνα, 1997.
  Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com

Copyright © 2020

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη