«Μελέτημα για το τοπωνύμιο του Δομοκού», του Δημήτρη Β. Καρέλη


 Μελέτημα για το τοπωνύμιο του Δομοκού


Του Δημήτρη Β. Καρέλη*

© Copyright, 2021.


Προλεγόμενα


 Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού χάνεται στη μακρινή αχλύ του χρόνου, καθώς η περιοχή κατοικείται χωρίς διακοπή, από την προϊστορική εποχή μέχρι σήμερα. Η πολίχνη του Δομοκού ιστορείται με το όνομα Θαυμακία και Θαυμακός από την εποχή του Ομήρου, ως τις μέρες μας. Την αναφέρουν ο Όμηρος, ο Πλίνιος, ο Στράβων και ο Τίτος Λίβιος.

Το τοπωνύμιο Δομοκός εμφανίζεται πολύ αργότερα, στους Ρωμαϊκούς και σίγουρα κατά τους μέσους Βυζαντινούς χρόνους, ενώ το όνομα του Θαυμακού παραμένει ενεργό μέχρι σήμερα, κυρίως στη θρησκευτική ιστορία του τόπου, σε παράλληλη χρήση με εκείνο του Δομοκού.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς και για ποιους λόγους, έγινε η αλλαγή του τοπωνυμίου της πόλεως από Θαυμακός σε Δομοκός.

Ωστόσο, σε τούτη την έρευνα, επιχειρούμε να ρίξουμε φως σε αυτή την πτυχή της τοπικής ιστορίας. Για το χρονολογικό και ετυμολογικό προσδιορισμό της τοπωνυμιολογίας του Δομοκού, χρησιμοποιούμε όλες τις γραπτές πηγές που εντοπίσαμε και συλλέξαμε, σε μια προσεκτική, παρότι χρονικά περιορισμένη, έρευνα.

Στο πρώτο μέρος παρουσιάζουμε ιστορικά τεκμηριωμένο το χρονολογικό του Δομοκού στο διάβα του χρόνου, στο δεύτερο μέρος επιχειρούμε την ετυμολογική προσέγγιση του τοπωνυμίου Δομοκός, στο τρίτο μέρος αποτυπώνουμε την τοπωνυμιολογία και ονοματολογία του Δομοκού στον ελλαδικό και διεθνή χώρο, ενώ στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, προχωρούμε σε μια γόνιμη, συμπερασματική προσέγγιση, όσον αφορά τις πιθανές εκδοχές της τοπωνυμιολογίας του Δομοκού.


 Ιστορική τεκμηρίωση: Ο Δομοκός στο διάβα του χρόνου


 Η πόλη του Δομοκού έχει πλούσια και θαυμαστή ιστορία, τουλάχιστον τριών χιλιετιών. Είναι η πόλη του Φιλοκτήτη, η αρχαία ομηρική πόλη «Θαυμακία ή Θαυμακίη» η οποία αναφέρεται στον ομηρικό Κατάλογο των Νεῶν (Ιλιάδα Β, 716), τον ειδικό κατάλογο των πλοίων των Αχαιών που εκστράτευσαν κατά της Τροίας.[1]

Η εξέλιξή της ήταν ο Θαυμακός, Θαυμακοί ή Θαυμάκη, πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας, η οποία υπήρξε από τα κυριότερα κέντρα των Φθιωτών Αχαιών. Η πόλη, οφείλει πιθανώς το όνομά της στον μυθικό βασιλιά Θαύμακο (=άξιος θαυμασμού). Στην ελληνική μυθολογία, γιος του Θαυμάκου ήταν ο Αργοναύτης Ποίας, πατέρας του ομηρικού ήρωα Φιλοκτήτη.

Ωστόσο, σύμφωνα με την επικρατέστερη ετυμολογία, η ονομασία προέρχεται από την «θαυμάσια» θέα που προσφέρει η τοποθεσία, προς τον θεσσαλικό κάμπο, που απλωνόταν εμπρός της σαν ήρεμη, γαλήνια θάλασσα.

Κατά την αρχαϊκή εποχή οι Αχαιοί Φθιώτες, διατηρούντες την αυτονομία τους, βρίσκονταν υπό την επικυριαρχία των Θεσσαλών μέχρι το 344 π.Χ., των Μακεδόνων μέχρι το 229 π.Χ. και των Αιτωλών μέχρι το 196 π.Χ., οπότε υποδουλώθηκαν στους Ρωμαίους. Εν τω μεταξύ, το 480 π.Χ., οι πόλεις των Θεσσαλών υποτάχθηκαν για ένα διάστημα στους Πέρσες, στην εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων.

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Θεσσαλοί στάθηκαν εχθροί των Μακεδόνων, στο πλευρό του Αθηναίου Λεωσθένη και το ιππικό τους έλαβε μέρος το 322 π.Χ. στον Λαμιακό Πόλεμο. Το 321 π.Χ. επεβλήθη ο Μακεδόνας στρατηγός Πολυσπέρχων και η Θεσσαλία έμεινε με τους Μακεδόνες έως τη Ρωμαιοκρατία (197 π.Χ.). Το 279 π.Χ. ο Βρέννος, βασιλεύς των Κελτών ή Γαλατών, ερχόμενος εκ Μακεδονίας, κατέλαβε την Κεντρική Ελλάδα, ώσπου νικήθηκε από τους Έλληνες στις Θερμοπύλες.

Οι Θαυμακοί από τον 3ο π.Χ. αιώνα, ανήκαν στην Αιτωλική Συμπολιτεία (Κοινό των Αιτωλών). Το 199 π.Χ., ο βασιλιάς Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας, προσπάθησε μάταια να καταλάβει την πόλη, ακόμη και με πολιορκητικούς κριούς, ωστόσο τον έτρεψε σε φυγή η ξαφνική εμφάνιση των Αιτωλών.

Αργότερα, κατά τον Αντιοχικό ή Συριακό πόλεμο (192-188 π.Χ.), η πόλη των Θαυμακών κυριεύθηκε αρχικά από το Βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Γ΄ το Μέγα, αλλά αναγκάστηκε να παραδοθεί στον Ρωμαίο Ύπατο Μάνιο Ακίλιο Γλαβρίωνα, το 191 π.Χ. και έτσι κατακτήθηκε από την «Ρωμαϊκή Δημοκρατία». Το 27 π.Χ. η Θεσσαλία έγινε τμήμα της Αυτοκρατορικής Ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας, με πρωτεύουσα την Κόρινθο. Μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. η Θεσσαλία πλήρωνε φόρους υποτέλειας στους Ρωμαίους, ενώ στην περιοχή ήταν εγκατεστημένοι Ρωμαίοι διοικητές.

Ωστόσο, η πολύπαθη χώρα δεν ησυχάζει: Το 267 μ.Χ. εισβάλλουν οι Έρουλοι  και το 395 μ.Χ. οι Γότθοι. Την εποχή ετούτη η πόλη δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη ακμή. Η Θεσσαλία, έχοντας κλείσει τις πληγές που άνοιξαν οι βαρβαρικές επιδρομές του προηγούμενου αιώνα, μετά το 380 μ.Χ. ευημερούσε. Με την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική, η Θεσσαλία περιήλθε στην Ανατολική ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Η θέση της Θεσσαλίας μακριά από τα σύνορα της αυτοκρατορίας και με σημαντικές ελλείψεις σε οχυρώσεις, την έκανε από τον 6ο αιώνα ευάλωτη σε βαρβαρικές επιδρομές. Τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα οι Σλάβοι ξεκίνησαν σκληρές επιδρομές στην κεντρική Ελλάδα, ερημώνοντας την Θεσσαλία και τις Σποράδες. Η Θεσσαλία όπως ολόκληρη η βόρεια και η κεντρική Ελλάδα υπέφερε επίσης από τις σκληρές επιδρομές των Βουλγάρων που ξεκίνησαν το 773.

Κατά τους χρόνους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, η πόλη των Θαυμακών χρησίμευσε ως σπουδαιότατο στρατιωτικό και εμπορικό κέντρο, ενώ ως περιφέρεια της Μητροπόλεως Θαυμακών ήταν αρκετά εκτεταμένη, φημιζόταν δε η Μητρόπολις αυτής, αφιερωμένη στην μνήμην των άγιων Αποστόλων ως μία εκ των μεγαλυτέρων και λαμπρότερων εκκλησιών της Νοτίου Ελλάδος, όπως μνημονεύει ο ιστορικός Ιωάννης Ζωναράς, βυζαντινός χρονογράφος, θεολόγος και νομικός, που έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, κατά την Βυζαντινή εποχή, πολλάκις αναφέρεται η πόλη υπό το σημερινό της όνομα, ως Δομοκός, «έχουσα φρούριον ισχυρόν».

Ο Θαυμακός (Thaumaci,Taumaco, Thaumacus, Thavmakos), αναφέρεται επίσημα στο Βυζάντιο κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα, στην «Διατύπωσιν Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού» (Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 886 ως το 912), ως «επισκοπή Θαυμακού υπό τον μητροπολίτην Λαρίσης, κατέχουσα την τρίτην θέσιν». Την ίδια θέση κατέχει και εις τα «Νέα Τακτικά».

Ο Αθωνίτης Μοναχός, Αρχιμανδρίτη Σοφρώνιος Καλλιγάς, αναφέρει πως, επί Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (925-976 μ.Χ.), ο ευνούχος Βασίλειος, άξιος στρατηγός και οικονομικός διοικητής, υπέπεσε στο παράπτωμα της κλοπής δημοσίου χρήματος, όταν σε εκστρατεία στο Δομοκό, κατά των Σαρακηνών που έφταναν από τα παράλια της Λαμίας και του Αλμυρού: «ούτως ο Βασίλειoς εις εμπειρίαν και φρόνησιν άξιος και στρατηγός πολλάκις επολέμησε ευτυχός κατά Σαρακηνών και εις Δομοκόν διατρίβων, ήρπασε πολούς θησαυρούς». Ίσως αυτή να είναι η πρώτη επίσημη αναφορά στο όνομα του Δομοκού.

Το 996 ο Στρατηγός Μάγιστρος Νικηφόρος Ουρανός, διασχίζοντας την πεδιάδα των Φαρσάλων και την περιοχή Δομοκού, τη λεγόμενη τότε «κάτω Θεσσαλία», έφτασε στις όχθες του Σπερχειού ποταμού, όπου κατατρόπωσε το Βουλγάρικο στρατό του Σαμουήλ. Οι Νορμανδοί επιτέθηκαν στην Θεσσαλία (1082-1083), αλλά χτυπήθηκαν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Οι Βλάχοι, εμφανίστηκαν στη περιοχή, για πρώτη φορά τον 11ο αιώνα, όπως αναφέρεται στο Στρατηγικόν του Κεκαυμένου και στην Αλεξιάδα που έγραψε η Άννα Κομνηνή.

Ο Βενιαμίν της Τουδέλης, που επισκέφτηκε την περιοχή το 1165, καταγράφει Ιουδαϊκές κοινότητες στον Αλμυρό, στο Ζητούνι και στο Γαρδίκι, ωστόσο δεν αναφέρει Εβραϊκή κοινότητα στο Δομοκό.

Ο Δομοκός, αναφέρεται στις μεσαιωνικές πηγές, ως αξιόλογη εμπορική πόλη της Θεσσαλίας, κατά τους βυζαντινούς και φραγκικούς χρόνους και ως ο «σπουδαιότερος χερσαίος δρόμος για το πέρασμα από τη βόρεια στη Νότια Ελλάδα».

Στα τέλη του 12ου αιώνα το Θέμα της Ελλάδος χωρίστηκε σε μικρότερες διακριτές περιφέρειες: τα «Όρια», τα «Χαρτουλαράτα» και τις «Επισκέψεις».

Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Αλέξιος ο Γ΄ Άγγελος, στο «Χρυσόβουλον υπέρ Βενετών», το οποίο εξέδωσε το Νοέμβριο του 1198, σχετικά με την ανανέωση και επέκταση των προνομίων των Βενετών για το ελεύθερο εμπόριο, αναφέρεται στους σημαντικούς εμπορικούς σταθμούς της εποχής: «Η επίσκεψις Δομοκού και Βεσαίνης, οι επαρχίες Βελεχατίβης και Βλαχίας, η επίσκεψις Δημητριάδος, οι δύο Αλμυροί, η επίσκεψις Ρεβενίκου και Φαρσάλων, τα Χατρουλαράτα Εζερού και Δοβοχουβίστης, τα Τρίκαλα και η Επαρχία Λαρίσης» (Episkepsis Domocu et Vesenis. Episkepsis Dimitriados. Duo Almeri. Episkepsis Crevcnicon et Fersalon.  Chartularata Ezeros, Dobrochuysta et que sub ipsa sunt ville).

Το 1204, στην Partitio Romaniae, ο Δομοκός, μαζί με τη Βέσαινα, τα Φάρσαλα και τη Ραβένικα, καταγράφεται ως τμήμα της προσωπικής ιδιοκτησίας στη Θεσσαλία, της αυτοκράτειρας Ευφροσύνης Δούκαινας, συζύγου του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου Γ´ Αγγέλου. Στην διανομή της καταλυθείσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους το 1204, στο έγγραφο της συνθήκης που υπέγραψαν οι Λατίνοι της Δ' Σταυροφορίας την άνοιξη του 1204, με το οποίο ιδρύθηκε η Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, βρίσκουμε στο σχετικό πίνακα, τις διοικητικές περιφέρειες: «Επίσκεψις Πλαταμώνος, το Όριον Λαρίσης. Η Επαρχία Βλαχίας μετά την εν αυτή ευρισκομένων προσωπικών και μοναστηριακών κτημάτων, επίσκεψις Αυτοκράτειρας, ήτοι Βέσαινα, τα Φέρσαλα, τον Δομοκόν, το Ρεβένικον, τους δύο Αλμυρούς μετά της Δημητριάδος (Vescena, Fersala, Domocos, Revenica, duo Almyri cum Demetriadi)».

Μετά την κατάληψη του Βυζάντιου από τους Φράγκους το 1204 και τη διανομή του, ο Δομοκός περιήλθε στην εξουσία του Ρήγα της Σαλονίκης, μαρκήσιου Βονιφάτιου Μομφερράτου, ο οποίος συνέστησε την «αυθεντίαν του Δομοκού».

Ο ιππότης και κοντόσταβλος Αμαντέο Μπούφφα, έγινε άρχοντας του Φαρσάλου, του Δομοκού και της Καλίνδου  (Pharsalos, Domokos and Kalindos).

Ο Δομοκός εμφανίζεται ως λατινική επισκοπή, από το 1207 έως το 1212 (Domikensis ecclesia). Ο κατάλογος Provinciale Romanum, μαρτυρεί ως κέντρο της Λατινικής Εκκλησίας στη Θεσσαλία τη Λάρισα µε τις επισκοπές Dimitriensem (Δηµητριάδος), Almirensem (Αλµυρού), Cardicensem (Γαρδικίου), Sidoniensem (Ζητουνίου), Nazarozensem (Εζερού), Dimicensem (Δοµοκού) και τις Νέες Πάτρες µε μία επισκοπή (Lavacensem).

Σε εκκλησιαστικά και αλλά κείμενα της εποχής αυτής, η Λατινική Εκκλησία του Δομοκού εμφανίζεται με διάφορα λεκτικά, όπως: Ecclesiae Dimicensi, Dimicensis, Dimicensi episcopo, procuratori Dimicensi, ecclesia Dimicensis, Dimicus, Dimicensem, Domocum & Domonicum.

 Ωστόσο, στην εκκλησιαστική ιστορία αναφέρεται διαχρονικά, διττά, ως Δομοκός και ως Θαυμακός. Στην «Notice 10», που αναφέρεται στις επισκοπές προ του 1204, διαβάζουμε: «Όσοι εκάστη μητροπόλει υπόκεινται οι θρόνοι ΛΔ΄τη Λαρίσση της Ελλάδος, 515 α΄ο Δημητριάδος, 516 β΄ο Φαρσάλου και 417 γ΄ο Θαυμακού. Τάξις πρωτοκαθεδρίας των υπό του αποστολικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως τελούντων Μητροπολιτών και των υπ’ αυτών επισκόπων, ΛΕ΄τω Λαρίσσης δευτέρας Ελλάδος α΄ο Δημητριάδος, β΄ο Φαρσάλου, γ΄ο Δομοκού».

Η μητρόπολη Λάρισας αναφέρεται στις Notitiae Episcopatuum ως υπαγόμενη στο πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, από τον 8ο μέχρι και τα τέλη του 14ου αιώνα. Εμφανίζεται να έχει, κατά διαστήματα, υπό τη δικαιοδοσία της τις επισκοπές Αλμυρού, Βελεστίνου, Βεσαίνης, Βιαίνης, Βουναίνης, Γαρδικίου, Γομφών, Δημητριάδος, Δομενίκου-Ελασσόνος, Δομοκού, Ετέρας Γαρδικίας, Εχίνου, Εζερού, Ζητουνίου (Λαμίας), μακεδονικής Καισάρειας, Καλλινδού, Καππούης, Καστρίου, Κολυδρού, Λιτζάς/ Αγράφων, Λοιδορικίου, Λυκοστομίου, Μαρμαριτζίου, Μουντονίτσας, Πατζουνιάς, Περιστέρας, Ραδοβισδίου, Σκιάθου, Σκοπέλου, Σμοκόβου, Σταγών, Τρίκκης/ Τρικάλων, Φαναρίου, Φαρσάλων, Φθιώτιδων Θηβών και Χαρμαίνων.

Μεταξύ των ετών 1210 και 1212 καταρτίσθηκε κατάλογος είκοσι δύο Αρχιεπισκοπών που ιδρύθηκαν μετά το 1204 σε βυζαντινά εδάφη. Ο αρχιεπίσκοπος της Λάρισας είχε έξι επισκοπές: Δηµητριάδος, Αλµυρού, Γαρδικίου, Ζητουνίου, Εζερού και Δοµοκού. Στην Αρχιεπισκοπή Νέων Πατρών, υπάγονταν η Επισκοπή Θαυµακού (Ρεντίνα , Σμόκοβο, Δράνιστα, Καΐτσα, Πάππα) και η Μαρµαριτζίου.

Οι ορθόδοξοι επίσκοποι της περιοχής αναφέρονται συνήθως ως «Επίσκοποι Θαυμακού», από την δημιουργία του τοπικού επισκοπικού θρόνου, πιθανόν από την ανύψωση της Λάρισας εις «Μητρόπολιν υπό τον Άγιον Αχίλλειον» επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Ωστόσο, από τον 15ο αιώνα και εντεύθεν εμφανίζονται στην Καθολική (Λατινική) Εκκλησία και οι Τιτουλάριοι Επίσκοποι Θαυμακού (Titular Episcopal See of Thaumacus, Damocos, pr. Tessalia I, m. Larissa, Greece).

Την εποχή της Φραγκοκρατίας, πολλές φορές γινόταν παραφθορά των λέξεων και όπως διαβάζουμε στην «Ιωνία» του Κ. Ράλλη (1846), «Εις τον καταλόγον της μερίδος των Γάλλων εκ των εν τη Ελλάδι πόλεων μόνον τα εξής ονόματα φαίνονται γνωστά Λάρισσα, Σέρβια, Φέρσαλα, Δομοκόν παραμορφωμένον εις την λέξιν Δονιοκλέος, Αλμυρικόν ο νυν Αλμυρός επαρχία Νέων Πατρών, Πηνειού, Ραδοβισδίου, λιμήν Αθηνών και επαρχία  Μεγάρων».

Το 1210, ο Δομοκός περιήλθε στον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Δούκα της Ηπείρου και το 1218, στον Θεόδωρο Α΄ Δούκα της Ηπείρου. Η περιοχή προσαρτήθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και το 1246 στην αυτοκρατορία της Νίκαιας, ενώ ο Ιωάννης Α', νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ, ίδρυσε το ισχυρό Δεσποτάτο της Θεσσαλίας, με πρωτεύουσα τις Νέες Πάτρες (Υπάτη), ως το 1303.  Το 1270 ο Ιωάννης Α΄ Δούκας, γιος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, έγινε δεσπότης της Θεσσαλίας και κυβέρνησε τη Θεσσαλία και την Κεντρική Ελλάδα με τον τίτλο του σεβαστοκράτορα, που του έδωσε ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος και τον οποίο διατήρησαν έκτοτε όλοι οι άρχοντες της Θεσσαλίας, μέχρι την Τουρκοκρατία.

Το μεγαλύτερο μέρος της Φθιώτιδας δόθηκε ως προίκα το 1271 στο γιο του Γουΐδωνα Δελαρός, Γουλιέλμο Α΄ το Λαρισαίο, ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια των Λατίνων ιπποτών της Δουκείας της Αττικής, των «ανδρειότερων Ιπποτών της Ελλάδος», στην πολιορκία της Υπάτης από τους βάρβαρους Κομάνους.

Στην πεδιάδα των Φαρσάλων, ο δεσπότης της Θεσσαλίας Ιωάννης, κατατρόπωσε το 1278 τα στρατεύματα του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Παλαιολόγου. Το δεσποτάτο της Θεσσαλίας περιήλθε μετά τον Ιωάννη, στους δύο γιους του τον Κωνσταντίνο και τον Άγγελο.

Στις αρχές του 14ου αιώνα, η ηπειρωτική Ελλάδα υπόκειται σε Φράγκους και Έλληνες αυθεντίσκους. Σημαντικές πόλεις όπως η Λάρισα, τα Τρίκαλα, τα Φάρσαλα, ο Δομοκός, οι δύο Αλμυροί και η Δημητριάδα, είχαν ισχυρές και πολυμελείς τάξεις Αρχόντων, Χρυσοβουλάτων και Εσκουσάτων, δηλαδή κυρίων μεγάλων εκτάσεων αφορολόγητων γαιών. Η πολυάριθμη και ισχυρή τάξη των Αρχόντων της Θεσσαλίας εμφανίζεται το 1304 να οδηγεί χίλιους εκ των έξι χιλιάδων επίλεκτων Θεσσαλών ιππέων, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο στρατόπεδο του Δούκα των Αθηνών Γουίδωνα Β΄ Δελαρός στο Δομοκό. Η γαλλική εκδοχή του Χρονικού του Μορέως αναφέρει ότι το 1304, ο Νικόλαος Γ΄ του Σαιντ-Ομέρ της Βόρειας Γαλλίας, πέρασε από το Δομοκό, κατευθυνόμενος προς τη Θεσσαλία.

Όταν πέθανε ο Ιωάννης Β΄ Δούκας (1318) ολόκληρη η νότια Θεσσαλία πέρασε στα χέρια των Καταλανών. Το 1319, ο Αλφόνσος Φρειδερίκος της Σικελίας ή της Αραγονίας, μέλος του Οίκου της Βαρκελώνης, κατέλαβε το δουκάτο των Νέων Πατρών, το Σιδηρόκαστρο, το Λιδωρίκι, τη Δομοκό, τα Φάρσαλα, το Γαρδίκι, τη Λαμία και τα Σάλωνα και έγινε κόμης των Σαλώνων και Γενικός βικάριος στο Δουκάτο των Αθηνών και στο Δουκάτο Νέων Πατρών (Υπάτης).

Ο Μαρίνος Σανούτος γράφει στη Βενετία το 1325, πως οι Καταλανοί, εκτός του δουκάτου των Αθηνών, κυρίευσαν και κατέχουν μεταξύ άλλων πόλεων, το Δομοκό, την Υπάτη, το Ζητούνι και τα Φάρσαλα. Στον κατάλογο της «Μερίδας των Γάλλων» στις πόλεις της Ελλάδας, εμφανίζεται ο Δομοκός, μαζί με τη Λάρισα, τα Σέρβια, τα Φάρσαλα και τον Αλμυρό.

Ο νέος Δούκας των Αθηνών Γκωτιέ Ε΄ του Μπριέν (Γωτιέρος Βρυένιος) χρησιμοποίησε τους πολεμοχαρείς Καταλανούς για τις στρατιωτικές του εκστρατείες στην Θεσσαλία. Οι Καταλανοί κατέλαβαν το Ζητούνι, τον Αλμυρό, τον Δομοκό και άλλα 13 κάστρα στην πλούσια πεδιάδα της Θεσσαλίας, ανάγκασαν τον Ιωάννη Β΄ Δούκα να υποταχθεί στον Γκωτιέ. Στο «Χρονικό του Μορέως», έργο ανωνύμου χρονικογράφου του 14ου αιώνα, που γράφτηκε πριν την Τουρκική κατάκτηση και στο Ελληνικό κείμενο που έχει γραφεί περί το 1388, αναφέρεται ως Δομοκός: «Λοιπόν ως ηύρηκεν εκεί ο μυσίρ Γατιέρης ο δούκας ότι είχασιν ελθεί εκεί εκείνη η κουμπανία κ’ είχαν μετ’ αυτούς ενομού Τούρκους χίλιους και πλέον, εσυβιβάστην μετ’ αυτούς με συμφωνίες μεγάλες και μάχονται την Ρωμανίαν και την Βλαχίαν επάρουν. Και όσο εκερδίσασιν του Δομοκού το κάστρον, εσέβησαν εις σκάνταλο κι εις μάχην γαρ μεγάλην».

Ο Δομοκός ανήκε κατά το μεσαίωνα στη Μεγάλη Βλαχία (Θεσσαλία, Βελεγεχία, παράλια Παγασητικού κόλπου): «Δομοκός, Δημητριάς, αμφότεροι οι Αλμυροί, Γρεβενίκον, Φάρσαλα, Βαίσενα, Έζερός, Δοβροχοβίσχα, Τρίκκαλα, Λάρισα».

Τα Φάρσαλα, ο Δομοκός και το Γαρδίκι, κατελήφθησαν από τους Αλβανούς το 1337 και από τους Σέρβους του Στεφάνου Δουσάν το 1348, κρατώντας τα παλαιά τους ονόματα. Ο Δομοκός θα χαθεί οριστικά για τους Καταλανούς το 1348, από το νέο ισχυρό Σερβικό βασίλειο, υπό τον Στέφανο Ντούσαν (1331-1355) και τους διαδόχους του (Συμεών Ούρεση και Θωμά Πρελιούμποβιτς), που ηγεμόνευσαν στη Θεσσαλία μέχρι την έλευση των Τούρκων το 1393. Οι Σέρβοι δυνάστες του Δομοκού και των Φαρσάλων, ονομάζονταν Χλαπηνοί, καθώς κατάγονταν από την κώμη Χλαπηνή ή Χλέβνα και τη δαλματική Ναρέντα του Μαυροβουνίου. Ο Σέρβος Στέφανος ή Στεπάν (Stefano Cernoj), ήταν διοικητής του Δομοκού το διάστημα 1386-1393, δηλαδή βοεβόδας (ή βοϊβόδας), από τον σλαβικό τίτλο vojvode. Ο Σαββίδης θεωρεί ηγεμόνα-τοπάρχη της Φαρσάλου και του Δομοκού το 1393, τον πιγκέρνη Στέφανο Δούκα Ούρεση «Χλαπηνό».

Στα τέλη του 1393 η πόλη του Δομοκού καταλήφθηκε μαζί με τα Φάρσαλα από τους Τούρκους και τον Βαγιαζήτ Α΄. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1430-1490), αναφέρει το Δομοκό ως Δομακίη: «Ἀφικόμενος (ὁ Παιαζήτης, Παγιαζὴτ, Μπαγιαζίτης, ο σουλτάνος Βογιαζήτ Α΄) δὲ ἐς Θετταλίαν τήν τε Δομακίην παρέλαβεν, ἐκλιπόντος τοῡ ἐν αὐτῇ ἡγεμόνος Ἐπικερνέω...».

Οι Τούρκοι ονόμαζαν το Δομοκό «Ντομεκί» (Dömeke). Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί, έγραφε το 1641 ότι ο Δομοκός οφείλει το όνομά του στο γιο ενός Τούρκου αξιωματικού: «Το φρούριο το ίδρυσε ο γιος του μπέν-Λουκά, Δίμοκο, αλλά με τα χρόνια,  τ’ όνομά του παραφθάρηκε στα χείλη του λαού. Τώρα λέγεται: Δομοκός». Η άποψή του ελέγχεται ως τουλάχιστον ανακριβής.

Ο Εμμανουήλ Γεωργιλάς, λόγιος και κληρικός από τη Ρόδο, ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές των πρώτων χρόνων της τουρκοκρατίας (15ος αι.), ανάφερε το Δομοκό στο ποίημά του ««Άλωσις ή Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως», κατά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: «Τα Φέρσαλα, ο Δομοκός, Ζητούνι, Λεβαδία, το να ιδούσι τον σταυρόν στην ώραν προσκυνούσι». Ως Δομοκός αναφέρεται στην πρόθεση με τους αφιερωτές της Ιεράς Μονής της Ρεντίνας, που καταγράφηκαν κατά το 1640. Από τον Άγγλο Έντμουντ Μπόχυν, αναφέρεται το 1688 ως: «Domochi ή Domonichus, ένα μικρό χωριό στην Θεσσαλία, με έδρα Επισκόπου υπό τον Αρχιεπίσκοπο της Λάρισας».

O Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Μελέτιος (Μιχαὴλ Μῆτρος, 1661-1714), έγραφε το 1728 στη «Γεωγραφία» του: «Το δε Δομοκό, λέγεται Δομοκός και Δεμονικόν, πόλις το πάλαι με θρόνον Επισκόπου υπό τον Λαρίσσης Μητροπολίτου, ύστερον ετιμήθη και αύτη εις θρόνον Αρχιεπισκόπου».

Από των Βυζαντινών χρόνων και μέχρι του 1908, ήταν ανελλιπώς έδρα μητροπόλεως. Κατά την Τουρκοκρατία, η έδρα της επισκοπής, μεταφέρθηκε από το Δομοκό στη Γούρα (Ανάβρα Μαγνησίας), όπου διέμεναν μέχρι του 1860 οι επίσκοποι Θαυμακού, φοβούμενοι να μείνουν στο Δομοκό, εξαιτίας της συγκεντρώσεως των Τούρκων.

Από το 18ο αιώνα και εντεύθεν, αναφέρεται ως επί το πλείστον ως «Δομοκός».


 Ετυμολογική προσέγγιση του τοπωνυμίου Δομοκός


Η αναφορές στο τοπωνύμιο του Δομοκού ξεκινούν με σιγουριά από τον 9ο αιώνα και εντεύθεν. Στα ελληνικά κείμενα της Μεσαιωνικής περιόδου και μετέπειτα, αναφέρεται ως: Δομοκός, Δομακίη, Δεμονικόν, Δημοκός, Διμοκός, Δημοκόν, Δαμακός, Δουμουκός, Δομικός, Δομοκό (το).

Δομικός= αυτός που είναι σχετικός με τη δομή ή τη δόμηση.

Δομὸς, ὁ (αρχ. δόμος) = σειρὰ οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομὴ τοῦ ἐδάφους, ὄχθος. (θεμέλιος δόμος, δέμω= χτίζω).

Δημόνικος ή Δαμόνικος= δήμος+νίκη, η νίκη του λαού.

Το τοπωνύμιο του Δομοκού στη λατινική γραφή και σε διάφορα κείμενα, διαχρονικά, αρχής γενομένης από λατινικά ή βυζαντινά κείμενα του 9ου έως και του 19ου αιώνα, είναι: Domokos, Dimikos, Domicii, Demonicus, Domonichus, Domenicum, Domacia, Domaco, Damocos, Domonicus, Domenicum, Dimicensem, Dimicum, Domoko, Dimicos, Demonica, Domoci, Domenica, Domenico, Dumicen, Domitien, Domocum, Domonicum, Domenicum, Dumicen, Domitien, Domitius, Domocus, Domonicus, Domochi, Dimicum, Domoko, Domochi, Dimikos, Domokos, Domocos, Dhomokos, Domotos, Dömeke. Στο κυριλλικό αλφάβητο (Σλαβικά) γράφεται: Домокос.

Σ’ όλες τις σλαβικές γλώσσες домо́к = οίκος, σπίτι.

Домокос (σερβικά Дом= σπίτι)

Домокос ή Домеке (Βουλγαρικά, Домеке= Θόλος, Домики, домоку =οίκος, σπίτι)

Домокос (Ρώσικα)

佐莫科斯 (Κινέζικα).

دوموكوس  (Αραβικά)

Domenicum (λατινιστί)= Κυριακή.

Domacia (λατινιστί)= Οικία, οικιακός (domus= δόμος, οίκος, οικία).

Demonicus= Δημόνικος (δήμος+νίκη, η νίκη του λαού).

Domitien (γαλλιστί)= Δομιτιανός  (Ο Τίτος Φλάβιος Δομιτιανός ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 81 έως το 96). 

Dömeke (τουρκικά)= γνέθω.


 Τοπωνυμιολογία και ονοματολογία του Δομοκού στο χώρο


 Στον Ελλαδικό χώρο, συναντάμε το τοπωνύμιο «Δομοκός», σ’ ένα πανέμορφο πέτρινο γεφύρι στον ποταμό Ερύμανθο, χτισμένο το 1870 από τους Αδελφούς Πουρνάρα, από το Μοναστηράκι Γορτυνίας.

Εκτός Ελλάδας, συναντάμε στη Ρουμανία το πρώην ουγγρικό χωριό Δομοκός (Ουγγρικά= Domokos, ρουμάνικα= Dămăcuşeni) της πρώτης κοιλάδας Τρανσυλβανίας  (Περιφέρεια Λάπος, Lápos).

Csíkszentdomokos, είναι η Ουγγρική ονομασία του ρουμανικού οικισμού Sândominic, στην επαρχία Χαργκίτα στη Ρουμανία.

Στην Ουγγαρία απαντάμε επίσης ένα πολύ κοινό όνομα των Μαγυάρων: Domokos (Ντομοκός= Δομοκός).

Στην Κίνα συναντάμε το Ντόμοκο ή Ντουμάγκου (Domoko ή Dumaqu), ένα ερειπωμένο οικισμό του βουδιστικού πολιτισμού (γνωστό στους ερευνητές ως «Old Domoko», Ρωσικά «старого Домоко»), που βρίσκεται στο Δήμο Ντουμάγκου ή Ντόμοκο, στην ανατολική περιοχή της όασης Χοτάν, κοντά στην έρημο Τακλαμακάν, της αυτόνομης περιοχής Σιντζιάνγκ στο Κινεζικό Τουρκεστάν, στο νότιο τμήμα του «Δρόμου του Μεταξιού», ο οποίος χρονολογείται από τον 7ο-9ο αιώνα μ.Χ. και εγκαταλείφθηκε το 1840.


 Συμπερασματικά


 Πιθανολογείται ότι το τοπωνύμιο Δομοκός, πρωτοεμφανίστηκε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους και έκτοτε χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με το αρχαϊκό όνομα Θαυμακός.

Είναι πολύ πιθανό να υπήρξε φθογγική μεταβολή και φωνητική αλλαγή του τοπωνυμίου «Θαυμακός, Θαυμακίη» (Thaumacus), σε «Δαυμακός, Δομακίη» –} Δομοκός.

Ο Θεόδωρος Καρατζάς, στην «Ιστορία της Επαρχίας Δομοκού», αναφέρει πως: «Φωνητική μεταβολή του Θαυμακός σε Δομοκό φαίνεται ότι εγένετο κατά το 2ο π.Χ. αιώνα ή αρχάς της 1ης εκατονταετηρίδας, διότι τότε υπήρξε η μεγαλυτέρα μεταναστευτική εποχή και εγκατάσταση δύο λαών εν τη πόλη αυτή. Η παράδοση διαβίβασεν εις τας επομένας γενεάς τα δύο ονόματα της αυτής πόλεως Θαυμακός και Δομοκός».

Κατά τον Κωνσταντίνο Σπανό, «το Domikensis προέρχεται οπωσδήποτε από το Δομοκός ή Δομικός και όχι από το Thaumakus (Θαυμακός)».

Πιθανή είναι ενδεχομένως και η εκδοχή το τοπωνύμιο να δόθηκε από τους Σλάβους που εποίκισαν την ευρύτερη περιοχή, από τον 5ο ως τον 7ο αιώνα περίπου. Σ’ όλες τις σλαβικές γλώσσες η λέξη домо́к (Δομόκ), σημαίνει «οίκος, σπίτι».

Η άποψη περί τουρκικής καταγωγής του ονόματος του Δομοκού, η οποία υιοθετήθηκε δυστυχώς άκριτα κατά καιρούς, από κάποιους τοπικούς παράγοντες του Δομοκού, είναι παντελώς ανυπόστατη, καθώς όπως γνωρίζουμε από εκατοντάδες γραπτές πηγές, το τοπωνύμιο Δομοκός προϋπήρξε της αλώσεως της περιοχής από τους Τούρκους, κατά τουλάχιστον πέντε (5) αιώνες.

Θεωρούμε λοιπόν εξίσου πιθανό να υπήρξε μια δεύτερη, παράλληλη ονομασία της πόλης, όσο και μία παραφθορά του όρου «Θαυμακός». Αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι τα δύο ονόματα χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα και επί μακρόν.

Μια πιθανή, ετυμολογία είναι αυτή που δίνει το 1739 στο λεξικό του ο Γερμανός λεξικογράφος Εδερίκος Μπέντζαμιν. Ο Μπέντζαμιν, αναφέρει τον Δομοκό ως Demonicus= Δομοκός, πόλη της Θεσσαλίας, από το Δημόνικος (δήμος+νίκη, η νίκη του λαού).[2] Το όνομα Δημόνικος ή Δαμόνικος και Δημονίκη, ήταν ονόματα πολύ κοινά και ονόματα πολλών ιστορικών προσώπων κατά την αρχαιότητα, ενώ ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης έγραψε τον Πρός Δημόνικον λόγο του.

Ως «Δεμονικόν», αναφέρεται από τον Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο, το 1728, στη Γεωγραφία του. Επίσης, γνωστή ήταν στην ελληνική μυθολογία η Δημονίκη ή Δημοδόκη, κόρη του Αγήνορα και της Επικάστης, η οποία ζευγάρωσε με τον θεό Άρη και υπήρξε μητέρα του Θέστιου, σπουδαίου βασιλιά, πολέμαρχου αλλά και γενάρχη των Αιτωλών, στο «Κοινό» των οποίων μετείχαν οι αρχαίοι Θαυμακοί. Είναι πρόδηλο, πως θα μπορούσε πράγματι να έχει δοθεί στην πόλη το τοπωνύμιο Δημόνικος ή Δημονίκη, σε ανάμνηση μιας μεγάλης νίκης του λαού ή από τους «συμμάχους» Αιτωλούς και στη συνέχεια να έχει παραφθαρεί, στο διάβα των αιώνων.

Ωστόσο, μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ερευνά μας, αποκτά η ετυμολογική προσέγγιση του Ούγγρου ιστορικού Μπέλα Μπόρσι-Κάλμαν, ο οποίος στην «Μελέτη στην Ουγγρική Ονοματολογία», αναφέρει ως προέλευση του ονόματος Domokos, από το λατινικό Dominicus και Dominus (Κυριακή, κύριος, κυρίαρχος, δεσπόζων, δεσποτικός, του Κυρίου, του Καίσαρος) = {Domokos ~ Domonkos (Dominic < Dominicus, cf . dominus= lord, master, Dominica= Sunday).}[3]

Το αρσενικό όνομα Domokos είναι η ουγγρική εκδοχή του λατινικού αρσενικού ονόματος Dominicus. Σημαίνει αυτός που ανήκει στον Κύριο, ο αφιερωμένος στον Θεό. Αρχικά, το όνομα αυτό ελάμβαναν τα παιδιά που γεννήθηκαν Κυριακή, που ήταν η «Ημέρα του Κυρίου», Λατινικά: Dominica. Υποκοριστικά του ονόματος είναι: Domonkos, Domenico, Dókus, Domán, Dominik, Domos. Ο προστάτης άγιος του Δομοκού (Domokos), είναι ο St. Dominic of Guzman (Ισπανικά: Domingo de Guzmán), ο προστάτης άγιος της Δομινικανής Δημοκρατίας, που γιορτάζει επίσημα την ημέρα του ονόματός του στις 14 Οκτωβρίου.

Είναι λοιπόν πασιφανώς πιθανό, κατά τους Ρωμαϊκούς ή Πρωτοβυζαντινούς χρόνους, όταν επικρατούσαν Λατινικοί όροι και τοπωνύμια, να υπήρξε τοπωνυμική μεταβολή του Θαυμακού, σε Dominicus ή Dominus (Domenico, Domoco) δηλαδή, ο κυρίαρχος, ο δεσπόζων, ο θεϊκός, λόγω της εξαιρετικής θέσης και της θαυμαστής θέας που προσέφερε, αλλά και της πρότερης, Ελληνικής του ονομασίας.


Αντί επιλόγου


 Η Τοπωνυμιολογία είναι εξειδικευμένος επιστημονικός κλάδος, όμως μπορούμε, πιστεύω όλοι μας, να συνεισφέρουμε στη διερεύνηση της τοπικής μας ιστορίας, υπό το πρίσμα βεβαίως της επιστημονικής έρευνας και δεοντολογίας.

Αναμφισβήτητα, είναι εξόχως δύσκολη μια τέτοιου είδους έρευνα, ενώ ο ερευνητής-μελετητής κινδυνεύει να εκτεθεί σε υπερβολικές ή άστοχες υποθέσεις.

Ωστόσο, ετούτο και μόνο δύναται να πυροδοτήσει περαιτέρω ζυμώσεις, ώστε το μεσομακροπρόθεσμο ποθούμενο αποτέλεσμα να είναι περισσότερο ασφαλές και ορθό.

Η μελέτη και η έρευνά μας συνεχίζονται, με έκδηλα συναισθήματα για τον τόπο μας και την ιστορία του.


Απαγορεύεται η ανατύπωση μέρους ή ολοκλήρου του παρόντος έργου χωρίς την γραπτή συγκατάθεση του συγγραφέα. © Copyright: Δημήτρης Β. Καρέλης.


[1] Όμηρος (Β 716) «οι δ’ άρα Μηθώνην και Θαυμακίην ένέμοντο».

[2] DEMONIKUS, i. f Domochi, Stadt in Thessalien 2) m. Griechischer Manne-nahme, Gr. Δημόνικος, qs. Populi vitior ex δήμος, populus & νίκη, victoria.

Hederich, Benjamin, Lexicon manuale latino-germanicum etc, Τόμος 1, Gleditsch, Lipsiae, 1739, σελ. 1473-1474. Ο Benjamin Hedericus (Benjamin Hederich, 1675 -1748) ήταν Γερμανός λεξικογράφος.

[3] Bela Borsi- Kalman, World of Names: Study in Hungarian Onomatology Hardcover – Import, December 1, 1978. Σελίδα 28.



*Δημήτρης Β. Καρέλης


Δημόσιος Ιστορικός  (Master of Arts in Public History)

Πολιτισμολόγος με ειδίκευση στον Ελληνικό Πολιτισμό

Συγγραφέας - Αρθρογράφος

Copyright © 2024 - All Rights Reserved 


Abraham Ortelius, Graeciae Universae Secundum Hodiernum Situm Neoterica Descriptio Antwerp, 1595.


#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!